Anonymous

φλύαρος: Difference between revisions

From LSJ
m
mNo edit summary
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=φλύᾱρος
|Full diacritics=φλῠ́ᾱρος
|Medium diacritics=φλύαρος
|Medium diacritics=φλύαρος
|Low diacritics=φλύαρος
|Low diacritics=φλύαρος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=flyaros
|Transliteration C=flyaros
|Beta Code=flu/aros
|Beta Code=flu/aros
|Definition=[ῠ], ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[silly talk]], [[foolery]], [[nonsense]], τἄλλα πάντ' ἐστὶ φ. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>365</span> (anap.), cf. <span class="bibl">Men.541.2</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>365e</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>2</span>, etc.: pl., [[fooleries]], πολλῶν φλυάρων καὶ ταὧν ἀντάξια <span class="bibl">Stratt.27</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[tattler]], [[babbler]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>369a</span>, <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Ti.</span>5.13</span>, <span class="bibl">Str.1.2.5</span>, etc.: as adjective, ἡ φ. φιλοσοφία <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>5.10</span>; φ. λόγος <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>26</span>; φ. γλῶττα <span class="bibl">Alciphr.3.69</span>: Comp. φλυαρότερος <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.19.10</span>. Adv. [[φλυάρως]] Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span> 855</span>.</span>
|Definition=[ῠ], ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[silly talk]], [[foolery]], [[nonsense]], τἄλλα πάντ' ἐστὶ [[φλύαρος]] Ar.''Nu.''365 (anap.), cf. Men.541.2, Pl.''Ax.''365e, Plu.''Cic.''2, etc.: pl., [[foolery|fooleries]], πολλῶν φλυάρων καὶ ταὧν ἀντάξια Stratt.27.<br><span class="bld">II</span> [[tattler]], [[babbler]], Pl.''Ax.''369a, ''1 Ep.Ti.''5.13, Str.1.2.5, etc.: as adjective, ἡ [[φλύαρος]] [[φιλοσοφία]] [[LXX]] ''4 Ma.''5.10; [[φλύαρος]] [[λόγος]] [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''26; [[φλύαρος]] [[γλῶττα]] Alciphr.3.69: Comp. φλυαρότερος Arr.''Epict.''2.19.10. Adv. [[φλυάρως]] = [[haphazardly]], [[foolishly]] Sch.Ar.''V.'' 855.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] ον, ionisch [[φλύηρος]], 1) geschwätzig, Possen redend, albern, Plat. Ax. 369 b. – 2) ὁ [[φλύαρος]], unnützes Geschwätz, Possen, τἄλλα πάντ' ἐστὶ [[φλύαρος]] Ar. Nubb. 364; Plat. Ax. 365 e; Strab. u. Folgde, wie Plut. Alc. 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1293.png Seite 1293]] ον, ionisch [[φλύηρος]], 1) [[geschwätzig]], Possen redend, [[albern]], Plat. Ax. 369 b. – 2) ὁ [[φλύαρος]], unnützes Geschwätz, Possen, τἄλλα πάντ' ἐστὶ [[φλύαρος]] Ar. Nubb. 364; Plat. Ax. 365 e; Strab. u. Folgde, wie Plut. Alc. 34.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />[[bavardage]], [[niaiserie]], [[sornette]];<br />[[NT]]: [[badin]], [[plaisantin]].<br />'''Étymologie:''' [[φλύω]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />[[bavard]], [[qui parle à tort et à travers]].<br />'''Étymologie:''' [[φλύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φλύᾱρος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> Arph., Plat., Plut. = [[φλυαρία]];<br /><b class="num">2</b> [[пустомеля]], [[болтун]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φλύᾱρος''': ὁ, (ἴδε [[φλέω]] ΙΙΙ) [[μωρολογία]], [[ἀνοησία]], [[λῆρος]], [[φλυαρία]], [[τἆλλα]] πάντα ἐστὶ φλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 364, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14, Πλάτ. Ἀξ. 365Ε, Πλουτ. Κικ. 2, κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ. ἀνοησίαι, [[μωρίαι]], πολλῶν φλυάρων καὶ ταὧν ἀντάξια Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 7. ΙΙ. ὁ λέγων ἀνοησίας, [[μωρολόγος]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Α· φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῦσαι τὰ μὴ δέοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμόθ. ε΄, 13. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φλύαρος]]· [[φαῦλος]], [[εὐήθης]]» κλπ.· καὶ ὡς ἐπίθ., ἡ φλ. [[φιλοσοφία]], Ἑβδ. (Δ΄, Μακκ. Ε΄, 10)· φλ. [[γλῶσσα]] Ἀλκίφρων 3. 69· συγκρ. φλυαρότερος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 10. ― Ἐπίρρ. φλυάρως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 588.
|lstext='''φλύᾱρος''': ὁ, (ἴδε [[φλέω]] ΙΙΙ) [[μωρολογία]], [[ἀνοησία]], [[λῆρος]], [[φλυαρία]], [[τἆλλα]] πάντα ἐστὶ φλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 364, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14, Πλάτ. Ἀξ. 365Ε, Πλουτ. Κικ. 2, κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ. ἀνοησίαι, [[μωρίαι]], πολλῶν φλυάρων καὶ ταὧν ἀντάξια Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 7. ΙΙ. ὁ λέγων ἀνοησίας, [[μωρολόγος]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Α· φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῦσαι τὰ μὴ δέοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμόθ. ε΄, 13. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φλύαρος]]· [[φαῦλος]], [[εὐήθης]]» κλπ.· καὶ ὡς ἐπίθ., ἡ φλ. [[φιλοσοφία]], Ἑβδ. (Δ΄, Μακκ. Ε΄, 10)· φλ. [[γλῶσσα]] Ἀλκίφρων 3. 69· συγκρ. φλυαρότερος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 10. ― Ἐπίρρ. φλυάρως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 588.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />bavardage, niaiserie, sornette.<br />'''Étymologie:''' [[φλύω]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />bavard, qui parle à tort et à travers.<br />'''Étymologie:''' [[φλύω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο / [[φλύαρος]], -ον, ΝΜΑ<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που λέει φλυαρίες, [[πολυλογάς]], [[σαχλαμάρας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευήθης]], [[ανόητος]], [[χαζός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) [[ανόητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φλύαρα</i> / [[φλυάρως]], ΝΜΑ<br />με φλύαρο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[φλύαρος]] ως</i> επίθ. (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φλύαρος]] [ΙΙ])].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[μωρολογία]], [[ανοησία]], [[φλυαρία]] («αὗται γάρ τοι μόναι εἰσὶ θεαί, [[τἆλλα]] δὲ πάντ' ἐστι [[φλύαρος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πολυλογάς]], [[σαχλαμάρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, η οποία απαντά αρχικά στην κωμική [[κυρίως]] [[ποίηση]] και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο τον δράστη της ενέργειας όσο και την [[ίδια]] την [[ενέργεια]] (<b>πρβλ.</b> [[φλήναφος]], [[φλύαξ]]). Η λ. [[φλύαρος]] συνδέεται με το ρ. [[φλύω]] «[[φλυαρώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φλύω]]) και, [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. ενός αρχικού αμάρτυρου επιθ. <i>φλυα</i>-<i>ρός</i>, σχηματισμένον από ένα αμάρτυρο θηλ. <i>φλυᾱ</i> με σημ. «[[φλυαρία]]» (για ανάλογη [[υπόθεση]] ύπαρξης ενός τέτοιου θηλ. με διαφορετική, όμως, σημ. «[[γονιμότητα]]» <b>βλ. λ.</b> [[Φλοιάσιος]]) με [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀνια</i>-<i>ρός</i>, <i>λυπη</i>-<i>ρός</i>). Στη [[συνέχεια]], η λ. τονίστηκε στην [[προπαραλήγουσα]] με [[γενίκευση]] του τονισμού της κλητικής <i>φλύαρε</i> (για το [[φαινόμενο]] αυτό <b>πρβλ.</b> και [[μοχθηρός]]: <i>μόχθηρος</i>, [[μωρός]]: <i>μῶρος</i>, [[πονηρός]]: [[πόνηρος]]). Ωστόσο, ο [[τρόπος]] σχηματισμού της λ. παραμένει ανεπιβεβαίωτος, ενώ έχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι πρόκειται για υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>φλυαρῶ</i>, [[χωρίς]] όμως να ερμηνεύεται ο [[σχηματισμός]] του ρ. [[αυτού]], [[γεγονός]] που καθιστά την [[άποψη]] λιγότερο πιθανή. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η [[διατήρηση]] του μακρού -<i>ᾱ</i>- στον τ. <i>φλύᾱρος</i>, η οποία, [[κατά]] μία [[άποψη]], ερμηνεύεται ως χαρακτηριστικό της αττικής διαλ. σε [[περιβάλλον]] [[μετά]] από -<i>υ</i>- (<i>σικύᾱ</i>), ενώ, κατ' άλλους, εξηγείται με [[βάση]] την [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δωρ. τ. τον οποίο δανείστηκαν οι υπόλοιπες διάλεκτοι].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο / [[φλύαρος]], -ον, ΝΜΑ<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που λέει φλυαρίες, [[πολυλογάς]], [[σαχλαμάρας]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευήθης]], [[ανόητος]], [[χαζός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) [[ανόητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φλύαρα</i> / [[φλυάρως]], ΝΜΑ<br />με φλύαρο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[φλύαρος]] ως</i> επίθ. (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[φλύαρος]] [ΙΙ])].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[μωρολογία]], [[ανοησία]], [[φλυαρία]] («αὗται γάρ τοι μόναι εἰσὶ θεαί, [[τἆλλα]] δὲ πάντ' ἐστι [[φλύαρος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[πολυλογάς]], [[σαχλαμάρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, η οποία απαντά αρχικά στην κωμική [[κυρίως]] [[ποίηση]] και χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο τον δράστη της ενέργειας όσο και την [[ίδια]] την [[ενέργεια]] (<b>πρβλ.</b> [[φλήναφος]], [[φλύαξ]]). Η λ. [[φλύαρος]] συνδέεται με το ρ. [[φλύω]] «[[φλυαρώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φλύω]]) και, [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. ενός αρχικού αμάρτυρου επιθ. <i>φλυα</i>-<i>ρός</i>, σχηματισμένον από ένα αμάρτυρο θηλ. <i>φλυᾱ</i> με σημ. «[[φλυαρία]]» (για ανάλογη [[υπόθεση]] ύπαρξης ενός τέτοιου θηλ. με διαφορετική, όμως, σημ. «[[γονιμότητα]]» <b>βλ. λ.</b> [[Φλοιάσιος]]) με [[επίθημα]] -<i>ρός</i> ([[πρβλ]]. [[ἀνιαρός]], [[λυπηρός]]). Στη [[συνέχεια]], η λ. τονίστηκε στην [[προπαραλήγουσα]] με [[γενίκευση]] του τονισμού της κλητικής <i>φλύαρε</i> (για το [[φαινόμενο]] αυτό <b>πρβλ.</b> και [[μοχθηρός]]: <i>μόχθηρος</i>, [[μωρός]]: <i>μῶρος</i>, [[πονηρός]]: [[πόνηρος]]). Ωστόσο, ο [[τρόπος]] σχηματισμού της λ. παραμένει ανεπιβεβαίωτος, ενώ έχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι πρόκειται για υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>φλυαρῶ</i>, [[χωρίς]] όμως να ερμηνεύεται ο [[σχηματισμός]] του ρ. [[αυτού]], [[γεγονός]] που καθιστά την [[άποψη]] λιγότερο πιθανή. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η [[διατήρηση]] του μακρού -<i>ᾱ</i>- στον τ. <i>φλύᾱρος</i>, η οποία, [[κατά]] μία [[άποψη]], ερμηνεύεται ως χαρακτηριστικό της αττικής διαλ. σε [[περιβάλλον]] [[μετά]] από -<i>υ</i>- (<i>σικύᾱ</i>), ενώ, κατ' άλλους, εξηγείται με [[βάση]] την [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δωρ. τ. τον οποίο δανείστηκαν οι υπόλοιπες διάλεκτοι].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φλύᾱρος:''' [ῠ], ὁ ([[φλύω]]),<br /><b class="num">I.</b> ανόητη [[κουβέντα]], [[ανοησία]], [[μωρολογία]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανόητος]] [[ομιλητής]], [[φαφλατάς]], [[φλύαρος]], σε Πλάτ., Κ.Δ.
|lsmtext='''φλύᾱρος:''' [ῠ], ὁ ([[φλύω]]),<br /><b class="num">I.</b> ανόητη [[κουβέντα]], [[ανοησία]], [[μωρολογία]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανόητος]] [[ομιλητής]], [[φαφλατάς]], [[φλύαρος]], σε Πλάτ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''φλύᾱρος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> Arph., Plat., Plut. = [[φλυαρία]];<br /><b class="num">2)</b> [[пустомеля]], [[болтун]] Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 39: Line 39:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':flÚaroj 弗呂阿羅士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':泡沫(者)<br />'''字義溯源''':說長道短的,多閒話的,不智的,胡說的;源自  ([[φλύαρος]])X*=沸騰<br />'''出現次數''':總共(1);提前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 說長道短(1) 提前5:13
|sngr='''原文音譯''':flÚaroj 弗呂阿羅士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':泡沫(者)<br />'''字義溯源''':說長道短的,多閒話的,不智的,胡說的;源自  ([[φλύαρος]])X*=沸騰<br />'''出現次數''':總共(1);提前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 說長道短(1) 提前5:13
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[φλύω]] (=[[κατακλύζω]] μέ λόγια) πού παράγεται Ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ [[φλέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[φλύαρος]]: [[φλυαρία]], φλυαρῶ, [[φλυάρημα]].
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx====talkative===
|trtx====[[talkative]]===
Arabic: ثَرْثَار‎; Armenian: խոսուն, լեզվանի; Aromanian: limbutsescu, limbar; Azerbaijani: söhbətcil; Belarusian: гаварлі́вы, гаваркі́, размоўны; Bulgarian: приказлив, словоохотлив, разговорлив; Chinese Mandarin: 貧嘴, 贫嘴; Czech: upovídaný, povídavý; Danish: snaksom,snaksaglig; Dutch: [[spraakzaam]], [[praatgraag]], [[babbelziek]]; English: [[chatty]], [[gabby]], [[loquacious]], [[outgoing]], [[talksome]], [[outspoken]]; Esperanto: parolema; Finnish: puhelias, suulas, suupaltti; French: [[bavard]], [[loquace]]; Galician: falador, paroleiro, faladeiro; German: [[gesprächig]], [[redselig]]; Greek: [[φλύαρος]], [[ομιλητικός]], [[λαλίστατος]]; Ancient Greek: [[λάλος]]; Hebrew: דברן‎, פטפטן‎, פטפטני‎; Hungarian: beszédes, bőbeszédű; Icelandic: málglaður, skrafhreifinn; Ido: babilema; Indonesian: banyak omong; Irish: béalráiteach; Italian: [[loquace]], [[chiacchierino]], [[garrulo]]; Japanese: おしゃべり好きな; Javanese: cangkeman; Kapampangan: malabit; Korean: 수다스럽다; Kurdish Central Kurdish: زمان پاراو‎; Latin: [[loquax]], [[garrulus]], [[multiloquus]]; Latvian: runīgs, valodīgs, mutīgs, pļāpīgs; Luxembourgish: gespréicheg; Macedonian: разговорлив; Malayalam: വാചാലം; Maori: kōtetetete, matakuikui, hautete, whakapūkahu; Norwegian Bokmål: pratsom; Nynorsk: pratsam; Polish: gadatliwy, rozmowny; Portuguese: [[falador]], [[falante]], [[conversador]], [[tagarela]]; Romanian: vorbăreț, flecar, limbut, guraliv, gureș; Russian: [[разговорчивый]], [[словоохотливый]], [[болтливый]], [[беседливый]], [[говорливый]], [[гаваркі]]; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљав, прѝчљив, гово̀рљив; Roman: bȑbljav, prìčljiv, govòrljiv; Slovak: ukecaný, utáraný, zhovorčivý; Slovene: zgovoren, klepetav; Spanish: [[hablador]], [[conversador]]; Swedish: pratglad, pratsam; Tatar: сүзчән; Turkish: konuşkan, şapır; Ukrainian: балакучий, говіркий, балакливий, говірливий, розмовний; Volapük: spikotälik; Welsh: siaradus, chwedleugar
Arabic: ثَرْثَار‎; Armenian: խոսուն, լեզվանի; Aromanian: limbutsescu, limbar; Azerbaijani: söhbətcil; Belarusian: гаварлі́вы, гаваркі́, размоўны; Bulgarian: приказлив, словоохотлив, разговорлив; Chinese Mandarin: 貧嘴, 贫嘴; Czech: upovídaný, povídavý; Danish: snaksom,snaksaglig; Dutch: [[spraakzaam]], [[praatgraag]], [[babbelziek]]; English: [[chatty]], [[gabby]], [[loquacious]], [[outgoing]], [[talksome]], [[outspoken]]; Esperanto: parolema; Finnish: puhelias, suulas, suupaltti; French: [[bavard]], [[loquace]]; Galician: falador, paroleiro, faladeiro; German: [[gesprächig]], [[redselig]]; Greek: [[φλύαρος]], [[ομιλητικός]], [[λαλίστατος]]; Ancient Greek: [[γλώσσαλγος]], [[γλώσσαργος]], [[γλωσσώδης]], [[ἑτοιμολόγος]], [[λακερός]], [[λάληθρος]], [[λάλος]], [[περίλαλος]], [[πολύλαλος]], [[πολύλογος]], [[πολύφωνος]], [[πρόγλωσσος]], [[στωμυλήθρας]], [[στωμύληθρος]], [[στωμύλος]], [[φιλόλογος]], [[φλύαρος]]; Hebrew: דברן‎, פטפטן‎, פטפטני‎; Hungarian: beszédes, bőbeszédű; Icelandic: málglaður, skrafhreifinn; Ido: babilema; Indonesian: banyak omong; Irish: béalráiteach; Italian: [[loquace]], [[chiacchierino]], [[garrulo]]; Japanese: おしゃべり好きな; Javanese: cangkeman; Kapampangan: malabit; Korean: 수다스럽다; Kurdish Central Kurdish: زمان پاراو‎; Latin: [[loquax]], [[garrulus]], [[multiloquus]]; Latvian: runīgs, valodīgs, mutīgs, pļāpīgs; Luxembourgish: gespréicheg; Macedonian: разговорлив; Malayalam: വാചാലം; Maori: kōtetetete, matakuikui, hautete, whakapūkahu; Norwegian Bokmål: pratsom; Nynorsk: pratsam; Polish: gadatliwy, rozmowny; Portuguese: [[falador]], [[falante]], [[conversador]], [[tagarela]]; Romanian: vorbăreț, flecar, limbut, guraliv, gureș; Russian: [[разговорчивый]], [[словоохотливый]], [[болтливый]], [[беседливый]], [[говорливый]], [[гаваркі]]; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљав, прѝчљив, гово̀рљив; Roman: bȑbljav, prìčljiv, govòrljiv; Slovak: ukecaný, utáraný, zhovorčivý; Slovene: zgovoren, klepetav; Spanish: [[hablador]], [[conversador]]; Swedish: pratglad, pratsam; Tatar: сүзчән; Turkish: konuşkan, şapır; Ukrainian: балакучий, говіркий, балакливий, говірливий, розмовний; Volapük: spikotälik; Welsh: siaradus, chwedleugar
===loquacious===
===[[loquacious]]===
Aromanian: limbutsescu, limbar, zburyearcu, lafãzan; Bulgarian: бъбрив; Catalan: loquaç; Chinese Mandarin: 貧嘴, 贫嘴, 多嘴; Czech: povídavý; Dutch: [[praatziek]], [[praatgraag]]; Finnish: puhelias, suulas; French: [[loquace]]; German: [[gesprächig]], [[redselig]], [[geschwätzig]], [[schwatzhaft]]; Greek: [[ομιλητικός]]; Ancient Greek: [[λάλος]], [[πολύλογος]], [[τανύγλωσσος]]; Irish: teangach, béalach; Italian: [[loquace]]; Japanese: 多弁な; Latin: [[loquax]], [[garrulus]]; Macedonian: зборлив, благоглаголив; Maori: tātākī, pukukōrero, kōtetetete; Mongolian: ам задгай; Norwegian: plaprende; Polish: gadatliwy; Portuguese: [[loquaz]]; Romanian: vorbăreț, limbut, flecar, gureș, guraliv; Russian: [[словоохотливый]], [[разговорчивый]], [[говорливый]], [[болтливый]]; Scottish Gaelic: beulach, bruithneach, labhairteach, gobach. cabach; Serbo-Croatian Cyrillic: причљив; Roman: pričljiv; Spanish: [[locuaz]]; Swedish: pratsam; Turkish: konuşgan, geveze; Volapük: spikotälik, spikodiälik
Aromanian: limbutsescu, limbar, zburyearcu, lafãzan; Bulgarian: бъбрив; Catalan: loquaç; Chinese Mandarin: 貧嘴, 贫嘴, 多嘴; Czech: povídavý; Dutch: [[praatziek]], [[praatgraag]]; Finnish: puhelias, suulas; French: [[loquace]]; German: [[gesprächig]], [[redselig]], [[geschwätzig]], [[schwatzhaft]]; Greek: [[ομιλητικός]]; Ancient Greek: [[λάλος]], [[πολύλογος]], [[τανύγλωσσος]]; Irish: teangach, béalach; Italian: [[loquace]]; Japanese: 多弁な; Latin: [[loquax]], [[garrulus]]; Macedonian: зборлив, благоглаголив; Maori: tātākī, pukukōrero, kōtetetete; Mongolian: ам задгай; Norwegian: plaprende; Polish: gadatliwy; Portuguese: [[loquaz]]; Romanian: vorbăreț, limbut, flecar, gureș, guraliv; Russian: [[словоохотливый]], [[разговорчивый]], [[говорливый]], [[болтливый]]; Scottish Gaelic: beulach, bruithneach, labhairteach, gobach. cabach; Serbo-Croatian Cyrillic: причљив; Roman: pričljiv; Spanish: [[locuaz]]; Swedish: pratsam; Turkish: konuşgan, geveze; Volapük: spikotälik, spikodiälik
===[[chatterbox]]===
Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: [[話匣子]], [[话匣子]], [[喋喋不休者]], [[話癆]], [[话痨]]; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: [[kletskous]]; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: [[moulin à paroles]], [[bavard comme une pie]]; Galician: charlatán; German: [[Dampfplauderer]], [[Plaudertasche]], [[Quasselstrippe]], [[Schwätzer]], [[Schwätzerin]]; Alemannic German: Chlepfe; Greek: [[πολυλογάς]], [[φαφλατάς]]; Ancient Greek: [[ἀδέλεσχος]], [[ἀδολέσχης]], [[ἀδόλεσχος]], [[ἀείλαλος]], [[ἀθυρόγλωσσος]], [[ἀθυρόγλωττος]], [[ἀθυρόστομος]], [[ἀπεριλάλητος]], [[βάβαξ]], [[γλώσσαλγος]], [[γλώσσαργος]], [[γλωσσώδης]], [[Δωδωναῖον χαλκεῖον]], [[ἑτοιμολόγος]], [[κωτίλος]], [[λακερός]], [[λάληθρος]], [[λάλημα]], [[λαλητρίς]], [[λάλος]], [[λεσχήν]], [[λεσχηνευτής]], [[λογολέσχης]], [[μακρολόγος]], [[πανθρύλιος]], [[πάνθρυλος]], [[περίλαλος]], [[περισσολόγος]], [[πολύλαλος]], [[πολυλόγος]], [[πολύλογος]], [[πολύφωνος]], [[πρόγλωσσος]], [[ῥαχίας λαλίστερος]], [[ῥεολόγος]], [[ῥειολόγος]], [[ῥωποπερπερήθρας]], [[σπερμολόγος]], [[στωμυλήθρας]], [[στωμύληθρος]], [[στώμυλμα]], [[στωμύλος]], [[φάτης]], [[φιλόλογος]], [[φλέδων]], [[φλήναφος]], [[φλῆφος]], [[φλύαρος]]; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: [[chiacchierone]], [[ciancione]], [[linguacciuto]]; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: [[lingulaca]]; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: [[tagarela]], [[falador]], [[gralha]], [[grafonola]]; Russian: [[болтун]], [[болтунья]], [[болтушка]], [[лопотун]], [[лопотуха]], [[лопотунья]]; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: [[loro]], [[lora]], [[charlatán]], [[cotorra]], [[parlanchín]]; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame
}}
}}