τύπτω: Difference between revisions

No change in size ,  27 September 2022
m
Text replacement - "εῑα" to "εῖα"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>(λόγιοςτ.)</b> [[χτυπώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ελέγχω]], [[επιτιμώ]] («μέ τύπτει η συνείδησή μου» — [[νιώθω]] [[μεταμέλεια]] για [[κάτι]] επιλήψιμο που έκανα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προξενώ]] πληγές με [[χτύπημα]] ράβδου<br /><b>2.</b> (στον Όμ.) [[πλήττω]] με πολεμικά όπλα («[[ξίφος]] ὀξύ, τῷ ὃ γε [[γαστέρα]] τύψε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κρούω]] («ὁ δὲ χθόνα τύπτε μετώπῳ» — έπεσε [[καταγής]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χτυπώ]] με [[κεντρί]], [[κεντώ]] (α. «οἱ βασιλεῑς μελιττῶν... οὐ τύπτουσιν», <b>Αριστοτ.</b><br />θ. «[[ὄφις]] μ' ἔτυψε [[μικρός]]», Ανακρ.)<br /><b>5.</b> (σχετικά με βέλη, ακόντια ή οποιαδήποτε βλήματα) [[βάλλω]]<br /><b>6.</b> [[κόβω]] [[νόμισμα]]<br /><b>7.</b> (μτφ. α) [[στενοχωρώ]] πολύ, [[πληγώνω]] («τὸν δ' [[ἄχος]] ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῑαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>) β) (για την [[καρδιά]]) πάλλομαι ορμητικά, [[ιδίως]] από φόβο («ἱνατί οὐκ ἐσθίεις; καὶ ἱνατί τύπτει σε ἡ [[καρδία]] σου;», ΠΔ)<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>τύπτομαι</i><br />α) [[χτυπιέμαι]] και, ειδικότερα, [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου από [[θλίψη]], [[στηθοκοπιέμαι]]<br />β) (με αιτ.) [[θρηνώ]] κάποιον («τὸν δὲ τύπτονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (με σύστοιχη αιτ.) [[κάνω]] πληγές, πληγώνομαι («τυπτόμενος πολλάς», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τύπ</i>-<i>τω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τυπ</i>-<i>jω</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κλέπ</i>-<i>τω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέπ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>teup</i>- «[[σπρώχνω]], ωθώ» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[στύπος]] [Ι]) και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>tupati</i> «[[χτυπώ]], [[πληγώνω]]», αρχ. σλαβ. <i>tŭpati</i> «[[κτύπος]] της καρδιάς», <i>tŭpŭtŭ</i> «[[θόρυβος]]». Από τα παρ. του ρ. [[τύπτω]], η λ. [[τύπος]], [[εκτός]] από την αρχική σημ. «[[κτύπος]]», έλαβε ειδικότερες σημ., όπως: «[[αποτύπωμα]]», «[[σχήμα]], [[μορφή]]» «[[μήτρα]], [[καλούπι]]», «[[πρότυπο]], [[υπόδειγμα]]», «[[χαρακτήρας]], [[τρόπος]] συμπεριφοράς» (για τις σημ. <b>βλ. λ.</b> [[τύπος]]) και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στο τεχνικό [[λεξιλόγιο]]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>(λόγιοςτ.)</b> [[χτυπώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ελέγχω]], [[επιτιμώ]] («μέ τύπτει η συνείδησή μου» — [[νιώθω]] [[μεταμέλεια]] για [[κάτι]] επιλήψιμο που έκανα)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προξενώ]] πληγές με [[χτύπημα]] ράβδου<br /><b>2.</b> (στον Όμ.) [[πλήττω]] με πολεμικά όπλα («[[ξίφος]] ὀξύ, τῷ ὃ γε [[γαστέρα]] τύψε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κρούω]] («ὁ δὲ χθόνα τύπτε μετώπῳ» — έπεσε [[καταγής]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χτυπώ]] με [[κεντρί]], [[κεντώ]] (α. «οἱ βασιλεῑς μελιττῶν... οὐ τύπτουσιν», <b>Αριστοτ.</b><br />θ. «[[ὄφις]] μ' ἔτυψε [[μικρός]]», Ανακρ.)<br /><b>5.</b> (σχετικά με βέλη, ακόντια ή οποιαδήποτε βλήματα) [[βάλλω]]<br /><b>6.</b> [[κόβω]] [[νόμισμα]]<br /><b>7.</b> (μτφ. α) [[στενοχωρώ]] πολύ, [[πληγώνω]] («τὸν δ' [[ἄχος]] ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>) β) (για την [[καρδιά]]) πάλλομαι ορμητικά, [[ιδίως]] από φόβο («ἱνατί οὐκ ἐσθίεις; καὶ ἱνατί τύπτει σε ἡ [[καρδία]] σου;», ΠΔ)<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>τύπτομαι</i><br />α) [[χτυπιέμαι]] και, ειδικότερα, [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου από [[θλίψη]], [[στηθοκοπιέμαι]]<br />β) (με αιτ.) [[θρηνώ]] κάποιον («τὸν δὲ τύπτονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) (με σύστοιχη αιτ.) [[κάνω]] πληγές, πληγώνομαι («τυπτόμενος πολλάς», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>τύπ</i>-<i>τω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τυπ</i>-<i>jω</i>, <b>πρβλ.</b> <i>κλέπ</i>-<i>τω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέπ</i>-<i>jω</i>) ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>teup</i>- «[[σπρώχνω]], ωθώ» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[στύπος]] [Ι]) και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>tupati</i> «[[χτυπώ]], [[πληγώνω]]», αρχ. σλαβ. <i>tŭpati</i> «[[κτύπος]] της καρδιάς», <i>tŭpŭtŭ</i> «[[θόρυβος]]». Από τα παρ. του ρ. [[τύπτω]], η λ. [[τύπος]], [[εκτός]] από την αρχική σημ. «[[κτύπος]]», έλαβε ειδικότερες σημ., όπως: «[[αποτύπωμα]]», «[[σχήμα]], [[μορφή]]» «[[μήτρα]], [[καλούπι]]», «[[πρότυπο]], [[υπόδειγμα]]», «[[χαρακτήρας]], [[τρόπος]] συμπεριφοράς» (για τις σημ. <b>βλ. λ.</b> [[τύπος]]) και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στο τεχνικό [[λεξιλόγιο]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm