Anonymous

ἀκκιστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)kkistiko/s
|Beta Code=a)kkistiko/s
|Definition=ή, όν, [[disposed to be coy]], <span class="bibl">Eust.1727.28</span>.
|Definition=ή, όν, [[disposed to be coy]], <span class="bibl">Eust.1727.28</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[dado a la gazmoñería]] Eust.1727.28.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκκιστικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ προσποιπῆται τὸν σεμνὸν ἢ αἰσχυντηλόν, Εὐστ. 1727. 28.
|lstext='''ἀκκιστικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ προσποιπῆται τὸν σεμνὸν ἢ αἰσχυντηλόν, Εὐστ. 1727. 28.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[dado a la gazmoñería]] Eust.1727.28.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκκιστικός]], -ή, -όν (Μ) [[ἀκκίζομαι]]<br />αυτός που προσποιείται τον σεμνό ή τον αδιάφορο για [[κάτι]].
|mltxt=[[ἀκκιστικός]], -ή, -όν (Μ) [[ἀκκίζομαι]]<br />αυτός που προσποιείται τον σεμνό ή τον αδιάφορο για [[κάτι]].
}}
}}