Anonymous

ἀραίρηκα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)rai/rhka
|Beta Code=a)rai/rhka
|Definition=ἀραιρ-ημένος, ἀραίρ-ητο, v. [[αἱρέω]].
|Definition=ἀραιρ-ημένος, ἀραίρ-ητο, v. [[αἱρέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=ἀραίρημένοςἀραίρητο v. [[αἱρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀραίρηκα''': -ημένος, -ητο, Ἰων. τύποι μετ’ ἀναδιπλ., ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[αἱρέω]].
|lstext='''ἀραίρηκα''': -ημένος, -ητο, Ἰων. τύποι μετ’ ἀναδιπλ., ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[αἱρέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=ἀραίρημένοςἀραίρητο v. [[αἱρέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀραίρηκα:''' αναδιπλ. [[τύπος]] του <i>ᾔρηκα</i>, παρακ. του [[αἱρέω]]· [[ἀραίρημαι]], Παθ.· [[ἀραίρητο]], γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.
|lsmtext='''ἀραίρηκα:''' αναδιπλ. [[τύπος]] του <i>ᾔρηκα</i>, παρακ. του [[αἱρέω]]· [[ἀραίρημαι]], Παθ.· [[ἀραίρητο]], γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.
}}
}}