Anonymous

διεῖπον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[διαλέγω]].
|dgtxt=v. [[διαλέγω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> expliquer clairement, acc.;<br /><b>2</b> déclarer <i>en parl. d'un oracle</i>;<br /><b>3</b> dire en échange, échanger des paroles, s'entretenir : ἀλλήλοισιν OD les uns avec les autres.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[εἶπον]].<br /><span class="bld">2</span>v. [[διέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διεῖπον''': παρ’ Ὁμήρῳ [[ὡσαύτως]] διαεῖπον (ὃ ἐ. διαϝεῖπον), χρησιμεῦον ὡς ἀόρ. β΄ τοῦ [[διαγορεύω]]· - [[λέγω]] ἐντελῶς, [[λέγω]] ἀνελλιπῶς ἢ σαφῶς, τὰ ἕκαστα διείπομεν Ἰλ. Λ. 705, Ὀδ. Μ. 16· μεμιγμένοι…, ἢ [[ἀπάνευθε]]; δίειπέ μοι, [[ὄφρα]] [[δαείω]] Ἰλ. Κ. 425· τὸ [[αἴνιγμα]] δ. Σοφ. Ο. Τ. 394· τρόπον πόνων ὁ αὐτ. Τρ. 22· [[διακηρύττω]], [[προλέγω]] ἐπὶ χρησμοῦ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 854· [[ἑρμηνεύω]] [[αἴνιγμα]] ἢ γρῖφον, [[αὐτόθι]] 394· οὕτω παρὰ Πλάτ. 2) ὁμιλῶ ἀμοιβαίως, διαλέγομαι, συνομιλῶ, [[διαειπέμεν]] ἀλλήλοισιν Ὀδ. Δ. 215. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ὁρίζω]] τι ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, συμφωνῶ, ἐν ᾧ χρόνῳ ἀποδώσει Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 1, πρβλ. Ἠθ. Ε. 7. 10, 22. - Πρβλ. [[διερῶ]], [[διείρηκα]].
|lstext='''διεῖπον''': παρ’ Ὁμήρῳ [[ὡσαύτως]] διαεῖπον (ὃ ἐ. διαϝεῖπον), χρησιμεῦον ὡς ἀόρ. β΄ τοῦ [[διαγορεύω]]· - [[λέγω]] ἐντελῶς, [[λέγω]] ἀνελλιπῶς ἢ σαφῶς, τὰ ἕκαστα διείπομεν Ἰλ. Λ. 705, Ὀδ. Μ. 16· μεμιγμένοι…, ἢ [[ἀπάνευθε]]; δίειπέ μοι, [[ὄφρα]] [[δαείω]] Ἰλ. Κ. 425· τὸ [[αἴνιγμα]] δ. Σοφ. Ο. Τ. 394· τρόπον πόνων ὁ αὐτ. Τρ. 22· [[διακηρύττω]], [[προλέγω]] ἐπὶ χρησμοῦ, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 854· [[ἑρμηνεύω]] [[αἴνιγμα]] ἢ γρῖφον, [[αὐτόθι]] 394· οὕτω παρὰ Πλάτ. 2) ὁμιλῶ ἀμοιβαίως, διαλέγομαι, συνομιλῶ, [[διαειπέμεν]] ἀλλήλοισιν Ὀδ. Δ. 215. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ὁρίζω]] τι ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, συμφωνῶ, ἐν ᾧ χρόνῳ ἀποδώσει Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 1, πρβλ. Ἠθ. Ε. 7. 10, 22. - Πρβλ. [[διερῶ]], [[διείρηκα]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> expliquer clairement, acc.;<br /><b>2</b> déclarer <i>en parl. d'un oracle</i>;<br /><b>3</b> dire en échange, échanger des paroles, s'entretenir : ἀλλήλοισιν OD les uns avec les autres.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[εἶπον]].<br /><span class="bld">2</span>v. [[διέπω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth