Anonymous

κέλυφος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1416.png Seite 1416]] τό, = [[κελύφη]]; von Früchten, Theophr.; vom Ei, Arist. gener. anim. 2, 6; von Schaalthieren, id. – Komisch nennt Ar. Vesp. 545 alte Richter ἀντωμοσιῶν [[κελύφη]]. Bei Antiphil. 41 (IX, 242) ein kleiner Kahn.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1416.png Seite 1416]] τό, = [[κελύφη]]; von Früchten, Theophr.; vom Ei, Arist. gener. anim. 2, 6; von Schaalthieren, id. – Komisch nennt Ar. Vesp. 545 alte Richter ἀντωμοσιῶν [[κελύφη]]. Bei Antiphil. 41 (IX, 242) ein kleiner Kahn.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />étui, fourreau.<br />'''Étymologie:''' [[καλύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κέλῡφος''': -εος, τό, [[θήκη]], «θηκάρι», 1) ἐπὶ καρπῶν, ὁ [[φλοιός]], τὸ [[περίβλημα]], [[ὅπερ]] [[διαφόρως]] ὀνομάζεται κατὰ τοὺς καρπούς, λ.χ. [[λοβός]], [[λοπός]], [[λέπυρον]], [[κάλυξ]], [[κελύφανον]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 3· τὰ τῶν κυάμων κελύφη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 21· κ. ἐρεβίνθου 2. 4, 2. 2) παρὰ ζῴοις, [[θήκη]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 16, κ. ἀλλ. β) κ. ᾠοῦ, «αὐγόφλουδα», [[αὐτόθι]] 6. 14, 7· ἐν τοῖς ἰχθύσιν, ἡ περιέχουσα μεμβρᾶνα, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 20. γ) τὸ περὶ τὰς γενέσεις κ., ἡ [[θήκη]] ἡ περιέχουσα τὰ ἔντομα κατὰ τὴν γέννησιν αὐτῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 5, πρβλ. 9, π. Ζ. Γεν. 3. 9, 6· ἡ [[θήκη]] τῆς χρυσαλλίδος, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 5 κἑξ.· ἐπὶ κερασφόρων κανθάρων, [[αὐτόθι]] 12. δ) τὸ [[ὄστρακον]] τῶν μαλακοστράκων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 10. ε) τὸ κοῖλον τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 439. 3) μεταφορ., ἐπὶ ἀρχαίων γεγηρακότων δικαστῶν, ἀντωμοσιῶν κελύφη, κελύφη καὶ οὐδὲν πλέον, Ἀριστοφ. Σφ. 545·- ἐπὶ τῆς λέμβου γέροντος, ἥτις τῷ ἐχρησίμευεν ὡς [[θήκη]] ἢ [[φέρετρον]] [[αὐτοῦ]], Ἀνθ. ΙΙ. 9. 242·- γήϊνον κ., ἐπὶ τοῦ σώματος, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Συνεσ. (Τὸ ῡ καθιστᾷ ἀμφίβολον τὴν πρὸς τὸ [[καλύπτω]] σχέσιν· τινὲς παραβάλλουσι τὸ Λατ. glūbo).
|lstext='''κέλῡφος''': -εος, τό, [[θήκη]], «θηκάρι», 1) ἐπὶ καρπῶν, ὁ [[φλοιός]], τὸ [[περίβλημα]], [[ὅπερ]] [[διαφόρως]] ὀνομάζεται κατὰ τοὺς καρπούς, λ.χ. [[λοβός]], [[λοπός]], [[λέπυρον]], [[κάλυξ]], [[κελύφανον]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 3· τὰ τῶν κυάμων κελύφη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 21· κ. ἐρεβίνθου 2. 4, 2. 2) παρὰ ζῴοις, [[θήκη]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 16, κ. ἀλλ. β) κ. ᾠοῦ, «αὐγόφλουδα», [[αὐτόθι]] 6. 14, 7· ἐν τοῖς ἰχθύσιν, ἡ περιέχουσα μεμβρᾶνα, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 20. γ) τὸ περὶ τὰς γενέσεις κ., ἡ [[θήκη]] ἡ περιέχουσα τὰ ἔντομα κατὰ τὴν γέννησιν αὐτῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 5, πρβλ. 9, π. Ζ. Γεν. 3. 9, 6· ἡ [[θήκη]] τῆς χρυσαλλίδος, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 5 κἑξ.· ἐπὶ κερασφόρων κανθάρων, [[αὐτόθι]] 12. δ) τὸ [[ὄστρακον]] τῶν μαλακοστράκων, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 10. ε) τὸ κοῖλον τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 439. 3) μεταφορ., ἐπὶ ἀρχαίων γεγηρακότων δικαστῶν, ἀντωμοσιῶν κελύφη, κελύφη καὶ οὐδὲν πλέον, Ἀριστοφ. Σφ. 545·- ἐπὶ τῆς λέμβου γέροντος, ἥτις τῷ ἐχρησίμευεν ὡς [[θήκη]] ἢ [[φέρετρον]] [[αὐτοῦ]], Ἀνθ. ΙΙ. 9. 242·- γήϊνον κ., ἐπὶ τοῦ σώματος, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Συνεσ. (Τὸ ῡ καθιστᾷ ἀμφίβολον τὴν πρὸς τὸ [[καλύπτω]] σχέσιν· τινὲς παραβάλλουσι τὸ Λατ. glūbo).
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />étui, fourreau.<br />'''Étymologie:''' [[καλύπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml