3,274,399
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0582.png Seite 582]] ion. [[διηκονέω]]; ἐδιακόνουν, ἐδιακόνησα, δεδιακόνηκα, ἐδιακονήθησαν Dem. 50, 2, δεδιακονημένοι 51, 7, nach Möris schlechtere Formen διηκόνουν, z. B. Matth. 411, auch Eur. Cycl. 406, δεδιηκόνηκα; [[dienen]], [[bedienen]], [[aufwarten]]; οὐδὲν [[διαφερόντως]] τῶν δούλων Plat. Legg. VII, 805 c; ὡς βλακικῶς δ. Ar. Av. 1323; δεσπότῃ Dem. 19, 69; τινὶ ὅτι ἂν δεηθῇ, Her. 4, 154, d. i. einen Dienst leisten; τὰ τοιάδε ἡμῖν Plat. Polit. 290 a; αὐτῷ τοσαῦτα Anacr. 14, 17; [[μέθυ]] [[ἐμοί]] 30, 6; καὶ ὑπηρετεῖν πάντα τὰ περὶ τὸν πόλεμον Plat. Rep. V, 466 e, verrichten; μηδὲν ἐπὶ δώροις Legg. XII, 955 d; – γάμους, ausrichten, anordnen, vom Koch, Posidipp. Ath. IX, 377 a; vgl. auch Men. Ath. VI, 245 c. – Med. sich selbst bedienen, ἑαυτῷ Soph. Phil. 287; vgl. Ar. Ach. 1017; Plat. Legg. VI, 763 a; auch = act., οἱ τὰ ἐρωτικὰ διακονούμενοι, Gehülfen in Liebessachen, Luc. merc. cond. 27; οἶνόν τινι χρυσίῳ, kredenzen, Asin. 53. [[διακόνημα]], τό, 1) Dienst; δουλικόν δ. Plat. Theaet. 175 e; Arist. Polit. 1, 7. – 2) = Hausgeräth; Ath. VI 274 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0582.png Seite 582]] ion. [[διηκονέω]]; ἐδιακόνουν, ἐδιακόνησα, δεδιακόνηκα, ἐδιακονήθησαν Dem. 50, 2, δεδιακονημένοι 51, 7, nach Möris schlechtere Formen διηκόνουν, z. B. Matth. 411, auch Eur. Cycl. 406, δεδιηκόνηκα; [[dienen]], [[bedienen]], [[aufwarten]]; οὐδὲν [[διαφερόντως]] τῶν δούλων Plat. Legg. VII, 805 c; ὡς βλακικῶς δ. Ar. Av. 1323; δεσπότῃ Dem. 19, 69; τινὶ ὅτι ἂν δεηθῇ, Her. 4, 154, d. i. einen Dienst leisten; τὰ τοιάδε ἡμῖν Plat. Polit. 290 a; αὐτῷ τοσαῦτα Anacr. 14, 17; [[μέθυ]] [[ἐμοί]] 30, 6; καὶ ὑπηρετεῖν πάντα τὰ περὶ τὸν πόλεμον Plat. Rep. V, 466 e, verrichten; μηδὲν ἐπὶ δώροις Legg. XII, 955 d; – γάμους, ausrichten, anordnen, vom Koch, Posidipp. Ath. IX, 377 a; vgl. auch Men. Ath. VI, 245 c. – Med. sich selbst bedienen, ἑαυτῷ Soph. Phil. 287; vgl. Ar. Ach. 1017; Plat. Legg. VI, 763 a; auch = act., οἱ τὰ ἐρωτικὰ διακονούμενοι, Gehülfen in Liebessachen, Luc. merc. cond. 27; οἶνόν τινι χρυσίῳ, kredenzen, Asin. 53. [[διακόνημα]], τό, 1) Dienst; δουλικόν δ. Plat. Theaet. 175 e; Arist. Polit. 1, 7. – 2) = Hausgeräth; Ath. VI 274 b. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐδιακόνουν, <i>f.</i> διακονήσω, <i>ao.</i> ἐδιακόνησα, <i>pf.</i> δεδιακόνηκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐδιακονήθην, <i>pf.</i> δεδιακόνημαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> être serviteur, faire office de serviteur, servir;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> fournir, procurer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[διακονέομαι]], [[διακονοῦμαι]];<br /><b>1</b> <i>intr.</i> faire office de serviteur pour soi-même ; pourvoir à ses besoins;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> δ. [[τί]] τινι, servir qch (du vin) à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[διάκονος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διᾱκονέω''': Ἰων. διηκ-· παρατ. ἐδιακόνουν Εὐρ. Κύκλ. 406 (Ilerm.), Ἀλκαῖ. Κωμ. Ἐνδυμ. 2, Νικόστρ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 5. 84· μεταγεν. καὶ διηκόνουν Ν. Δ.· μέλλ. -ήσω Ἡρόδ., Πλάτ.· - ἀόρ. διηκόνησα Ἀριστείδ., ἀπαρ. διακονῆσαι Ἀντιφῶν 113. 10· πρκμ. δεδιηκόνηκα Ἀρχέδικ. Θησ. 2, πρβλ. Μοῖρ. 121. - Μέσ., παρατ. διηκονούμην Λουκ. Φιλοψ. 35· μέλλ. -ήσομαι ὁ αὐτ.· ἀόρ. διηκονησάμην ὁ αὐτ. -Παθ., μέλλ. δεδιακονήσομαι Ἰωσηπ. Α. Ι. 18. 8, 7· ἀόρ. ἐδιακονήθην Δημ. 1206. 19· πρκμ. δεδιακόνημαι, ἴδε κατωτ. ΙΙ ([[διάκονος]]). ‘Υπηρετῶ, [[προσφέρω]] ὑπηρεσίας, ἀπολ., Εὐρ. Ἴωνι 397, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1323· μετὰ δοτ. προσ., Δημ. 362, ἐν τέλ., κτλ.· δ. διακονικά ἔργα Ἀριστ. Πολ. 7. 14, 7· δ. ὑποθήκαις τινὸς Ἀντιφῶν 113. 19· δ. παρὰ τῷ δεσπότῃ Ποσείδιπ. Ἀποκλ. 1· δ. [[πρός]] τι, εἶμαι [[ὠφέλιμος]], συντελεστικὸς εἴς τι..., Πλάτ. Πολ. 371D. - Μέσ., ὑπηρετῶ εἰς τὰς ἀνάγκας μου, ὑπηρετῶ ἐμαυτόν, Σοφ. Φ. 287· αὑτῷ διακονεῖσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 1017· διακονοῦντες καὶ διακονούμενοι ἑαυτοῖς, ἐνεργοῦντες ὡς ὑπηρέται καὶ ὑπηρετοῦντες ἑαυτούς, Πλάτ. Νόμ. 763Α· [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., [[οἶνον]] ἡμῖν χρυσίῳ διακονούμενοι Λουκ. Ὄν. 53. 2) εἶμαι [[διάκονος]] ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 10 καὶ 13, Ἐκκλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[παρέχω]], χορηγῶ, Λατ. ministrare, τινι ὅ τι ἂν δεηθῇ Ἡρόδ. 4. 154, Πλάτ. Πολιτ. 290Α· δ. γάμους Ποσείδιπ. Χορ. 1. 19. - Παθ., παρέχομαι, προσφέρομαι, χορηγοῦμαι, τῇ πόλει ἐδιακονήθησαν [αἱ πράξεις] Δημ. 1206. 18· τῶν [[καλῶς]] δεδιακονημένων ὁ αὐτ. 1230. 10. | |lstext='''διᾱκονέω''': Ἰων. διηκ-· παρατ. ἐδιακόνουν Εὐρ. Κύκλ. 406 (Ilerm.), Ἀλκαῖ. Κωμ. Ἐνδυμ. 2, Νικόστρ. ἐν Meineke Ἀποσπ. 5. 84· μεταγεν. καὶ διηκόνουν Ν. Δ.· μέλλ. -ήσω Ἡρόδ., Πλάτ.· - ἀόρ. διηκόνησα Ἀριστείδ., ἀπαρ. διακονῆσαι Ἀντιφῶν 113. 10· πρκμ. δεδιηκόνηκα Ἀρχέδικ. Θησ. 2, πρβλ. Μοῖρ. 121. - Μέσ., παρατ. διηκονούμην Λουκ. Φιλοψ. 35· μέλλ. -ήσομαι ὁ αὐτ.· ἀόρ. διηκονησάμην ὁ αὐτ. -Παθ., μέλλ. δεδιακονήσομαι Ἰωσηπ. Α. Ι. 18. 8, 7· ἀόρ. ἐδιακονήθην Δημ. 1206. 19· πρκμ. δεδιακόνημαι, ἴδε κατωτ. ΙΙ ([[διάκονος]]). ‘Υπηρετῶ, [[προσφέρω]] ὑπηρεσίας, ἀπολ., Εὐρ. Ἴωνι 397, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1323· μετὰ δοτ. προσ., Δημ. 362, ἐν τέλ., κτλ.· δ. διακονικά ἔργα Ἀριστ. Πολ. 7. 14, 7· δ. ὑποθήκαις τινὸς Ἀντιφῶν 113. 19· δ. παρὰ τῷ δεσπότῃ Ποσείδιπ. Ἀποκλ. 1· δ. [[πρός]] τι, εἶμαι [[ὠφέλιμος]], συντελεστικὸς εἴς τι..., Πλάτ. Πολ. 371D. - Μέσ., ὑπηρετῶ εἰς τὰς ἀνάγκας μου, ὑπηρετῶ ἐμαυτόν, Σοφ. Φ. 287· αὑτῷ διακονεῖσθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 1017· διακονοῦντες καὶ διακονούμενοι ἑαυτοῖς, ἐνεργοῦντες ὡς ὑπηρέται καὶ ὑπηρετοῦντες ἑαυτούς, Πλάτ. Νόμ. 763Α· [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., [[οἶνον]] ἡμῖν χρυσίῳ διακονούμενοι Λουκ. Ὄν. 53. 2) εἶμαι [[διάκονος]] ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, 1 Ἐπ. Τιμ. 3. 10 καὶ 13, Ἐκκλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[παρέχω]], χορηγῶ, Λατ. ministrare, τινι ὅ τι ἂν δεηθῇ Ἡρόδ. 4. 154, Πλάτ. Πολιτ. 290Α· δ. γάμους Ποσείδιπ. Χορ. 1. 19. - Παθ., παρέχομαι, προσφέρομαι, χορηγοῦμαι, τῇ πόλει ἐδιακονήθησαν [αἱ πράξεις] Δημ. 1206. 18· τῶν [[καλῶς]] δεδιακονημένων ὁ αὐτ. 1230. 10. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |