Anonymous

αὔρα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0394.png Seite 394]] (ἄω, [[αὔω]]), ἡ, Hauch, Luftzug, Pind.; Tmgg., [[κόμη]] δι' αὔρας ᾄσσεται Soph. O. C. 1263; frische Morgenluft, Od. 5, 469 αὔρη δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρη πνέει [[ἠῶθι]] πρό; die kühle Luft vom Wasser Her. 2, 19; vgl. Arist. mund. 4; Wind, [[ποντιάς]] Eur. Hec. 448; günstiger Wind bei der Schifffahrt, Xen. Hell. 6, 2, 17; δᾴδων [[αὔρα]] τις εἰσέπνευσε μυστικωτάτη Ar. Ran. 316; Sp., Nonn. Vgl. ξανθαῖσιν αὔραις [[σῶμα]] [[πᾶν]] ἀγάλλεται Antiphan. Ath. XVI, 624 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0394.png Seite 394]] (ἄω, [[αὔω]]), ἡ, Hauch, Luftzug, Pind.; Tmgg., [[κόμη]] δι' αὔρας ᾄσσεται Soph. O. C. 1263; frische Morgenluft, Od. 5, 469 αὔρη δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρη πνέει [[ἠῶθι]] πρό; die kühle Luft vom Wasser Her. 2, 19; vgl. Arist. mund. 4; Wind, [[ποντιάς]] Eur. Hec. 448; günstiger Wind bei der Schifffahrt, Xen. Hell. 6, 2, 17; δᾴδων [[αὔρα]] τις εἰσέπνευσε μυστικωτάτη Ar. Ran. 316; Sp., Nonn. Vgl. ξανθαῖσιν αὔραις [[σῶμα]] [[πᾶν]] ἀγάλλεται Antiphan. Ath. XVI, 624 b.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> souffle d'air ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> brise qui vient d'un cours d'eau, de la mer, <i>etc.</i> ; air frais du matin;<br /><b>2</b> vent <i>en gén. ; fig. en parl. du cours incertain ou changeant des événements</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> souffle, exhalaison, odeur (de l'encens, d'un mets).<br />'''Étymologie:''' R. ἈϜ souffler ; cf. [[ἄω]], [[ἄημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὔρα''': Ἰων. αὔρη, ἡ (ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἄημι]]) ἀὴρ ἐν κινήσει, πνοὴ ἀέρος, [[κυρίως]] δροσερὰ πνοὴ ἐκ θαλάσσης ἢ ἐκ ποταμῶν ἑρχομένη, ἢ ὁ δροσερὸς ἀὴρ τῆς πρωίας, Λατ. aura, παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] μόνον, αὔρη δ’ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει Ὀδ. Ε. 469, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 147, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668, καὶ συχν. παρὰ ποιηταῖς· σπάν. ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ λόγῳ, αὔρας ἀποπνεούσας ὁ [[Νεῖλος]] μοῦνος οὔ παρέχεται Ἡρόδ. 2. 19, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 401C, Ξεν. Ἑλλ. 6.2, 29. Συμπ. 2, 25. 2) μεταφ., θυμιαμάτων [[αὔρα]], ἡ [[εὐώδης]] πνοὴ θυμιαμάτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· ξανθαίσιν αὔραις [[σῶμα]] πᾶν ἀγάλλεται, ἐπὶ τοῦ ἀχνοῦ τηγανιζομένων ἰχθύων, Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 22· [[δεῖπνον]] ὅζον αὔρας Ἀττικῆς Διονύσ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 40. 3) μεταφ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς εὐμεταβόλου φορᾶς τῶν πραγμάτων, μετάτροποι πνέουσιν αὖραι Εὐρ. Ἠλ. 1148· πολέμου [[μετάτροπος]] [[αὔρα]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 945· ἐπὶ τρόμου ἢ [[ὀξέως]] πόνου διαθέοντος ὅλον τὸ [[σῶμα]], δι’ ἐμᾶς ᾖξέν ποτε νηδύος ἅδ’ [[αὔρα]] Εὐρ. Ἱππ. 165· [[εὐναῖος]] γαμέτας συντηχθεὶς αὔραις ἀδόλοις γενναίας ἀλόχῳ ψυχᾶς Ἱκ. 1029· [[ἔνθα]] ἡ [[φράσις]], αὖραι ἄδολοι ψυχᾶς, σημαίνει τὴν ἁγνὴν καὶ ἄδολον ὁρμὴν τῆς ψυχῆς· αὔρῃ φιλοτησίῃ, ἐπὶ τῆς ἑλκυστικῆς ἐπιδράσεως τοῦ θήλεος, Ὀππ. Ἁλ. 4. 114.
|lstext='''αὔρα''': Ἰων. αὔρη, ἡ (ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἄημι]]) ἀὴρ ἐν κινήσει, πνοὴ ἀέρος, [[κυρίως]] δροσερὰ πνοὴ ἐκ θαλάσσης ἢ ἐκ ποταμῶν ἑρχομένη, ἢ ὁ δροσερὸς ἀὴρ τῆς πρωίας, Λατ. aura, παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] μόνον, αὔρη δ’ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει Ὀδ. Ε. 469, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 147, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668, καὶ συχν. παρὰ ποιηταῖς· σπάν. ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ λόγῳ, αὔρας ἀποπνεούσας ὁ [[Νεῖλος]] μοῦνος οὔ παρέχεται Ἡρόδ. 2. 19, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 401C, Ξεν. Ἑλλ. 6.2, 29. Συμπ. 2, 25. 2) μεταφ., θυμιαμάτων [[αὔρα]], ἡ [[εὐώδης]] πνοὴ θυμιαμάτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· ξανθαίσιν αὔραις [[σῶμα]] πᾶν ἀγάλλεται, ἐπὶ τοῦ ἀχνοῦ τηγανιζομένων ἰχθύων, Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 22· [[δεῖπνον]] ὅζον αὔρας Ἀττικῆς Διονύσ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 40. 3) μεταφ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς εὐμεταβόλου φορᾶς τῶν πραγμάτων, μετάτροποι πνέουσιν αὖραι Εὐρ. Ἠλ. 1148· πολέμου [[μετάτροπος]] [[αὔρα]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 945· ἐπὶ τρόμου ἢ [[ὀξέως]] πόνου διαθέοντος ὅλον τὸ [[σῶμα]], δι’ ἐμᾶς ᾖξέν ποτε νηδύος ἅδ’ [[αὔρα]] Εὐρ. Ἱππ. 165· [[εὐναῖος]] γαμέτας συντηχθεὶς αὔραις ἀδόλοις γενναίας ἀλόχῳ ψυχᾶς Ἱκ. 1029· [[ἔνθα]] ἡ [[φράσις]], αὖραι ἄδολοι ψυχᾶς, σημαίνει τὴν ἁγνὴν καὶ ἄδολον ὁρμὴν τῆς ψυχῆς· αὔρῃ φιλοτησίῃ, ἐπὶ τῆς ἑλκυστικῆς ἐπιδράσεως τοῦ θήλεος, Ὀππ. Ἁλ. 4. 114.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> souffle d'air ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> brise qui vient d'un cours d'eau, de la mer, <i>etc.</i> ; air frais du matin;<br /><b>2</b> vent <i>en gén. ; fig. en parl. du cours incertain ou changeant des événements</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> souffle, exhalaison, odeur (de l'encens, d'un mets).<br />'''Étymologie:''' R. ἈϜ souffler ; cf. [[ἄω]], [[ἄημι]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater