Anonymous

αὐλών: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῶνος, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ἡ S.<i>Tr</i>.100, <i>Fr</i>.549, Ar.<i>Au</i>.244, Carcinus 1d, Philostr.<i>Im</i>.2.6.1]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[canal]], [[acequia]] s. cont., A.<i>Fr</i>.419a, δι' αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλου Hdt.2.100, 127, αὐ. ὕδατος X.<i>An</i>.2.3.10, cf. Longus 3.21.4, 3.22.3, Hld.1.29.1, Nonn.<i>D</i>.2.71.<br /><b class="num">2</b> [[depresión entre dos montañas]], [[valle]] ἑλείας παρ' αὐλῶνας Ar.l.c., βαθεῖαν εἰς αὐλῶνα Carcinus [[l.c.]], cf. Nic.<i>Fr</i>.31, ref. al valle del Ródano, Plb.3.47.3, αὐ. Σαλημ [[LXX]] <i>Iu</i>.4.4, cf. 10.10, 3<i>Ma</i>.6.17, 1<i>Re</i>.17.3, ἐν ἁπλῇ αὐλῶνι Philostr.l.c., αὐ. μέγας Synes.<i>Hymn</i>.1.52<br /><b class="num">•</b>[[barranco]] περάσας κοῖλον αὐλώνων βάθος E.<i>Rh</i>.112, αὐ. κελαδεινοί <i>h.Merc</i>.95, βαθεῖς καὶ ὑλώδεις αὐλῶνες Plu.<i>Caes</i>.23<br /><b class="num">•</b>[[desfiladero]], [[garganta]] αὐ. στεινός Hdt.7.128, δ' ἑνὸς αὐλῶνος Hdt.7.129, τὸ Τάγρον ὄρος ... αὐλῶσιν Plb.5.44.7, ἐνέβαλεν εἰς τὸν αὐλῶνα τὸν προσαγορευόμενον Μαρσύαν Plb.5.45.8, τραχὺς αὐ. καὶ στενόπορος Plu.<i>Luc</i>.25, expl. como οἱ στενοὶ καὶ ἐ[πιμήκεις τό] ποι Sch.Er.<i>Il</i>.21.283 (p.106).<br /><b class="num">3</b> [[brazo de mar entre tierras]], [[estrecho]] Μαιωτικός A.<i>Pr</i>.731, πόντιαι αὐλῶνες S.<i>Tr</i>.l.c., ἐπακτίαι S.<i>Fr</i>.l.c., cf. Poll.9.18, Hsch.<br /><b class="num">II</b> [[tubo]], [[conducto]] ῥεῖν ὥσπερ αὐλῶνος διὰ τοῦ σώματος τὰ τῶν φλεβῶν ποιεῖ ῥεύματα Pl.<i>Ti</i>.79a, ref. al conducto respiratorio o tráquea, Arist.<i>PA</i> 664<sup>a</sup>27, ref. al conducto digestivo, Gal.3.315.<br /><b class="num">III</b> [[surco]] o [[arruga]] en la piel del elefante, Aret.<i>SD</i> 2.13.7.
|dgtxt=-ῶνος, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ἡ S.<i>Tr</i>.100, <i>Fr</i>.549, Ar.<i>Au</i>.244, Carcinus 1d, Philostr.<i>Im</i>.2.6.1]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[canal]], [[acequia]] s. cont., A.<i>Fr</i>.419a, δι' αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλου Hdt.2.100, 127, αὐ. ὕδατος X.<i>An</i>.2.3.10, cf. Longus 3.21.4, 3.22.3, Hld.1.29.1, Nonn.<i>D</i>.2.71.<br /><b class="num">2</b> [[depresión entre dos montañas]], [[valle]] ἑλείας παρ' αὐλῶνας Ar.l.c., βαθεῖαν εἰς αὐλῶνα Carcinus [[l.c.]], cf. Nic.<i>Fr</i>.31, ref. al valle del Ródano, Plb.3.47.3, αὐ. Σαλημ [[LXX]] <i>Iu</i>.4.4, cf. 10.10, 3<i>Ma</i>.6.17, 1<i>Re</i>.17.3, ἐν ἁπλῇ αὐλῶνι Philostr.l.c., αὐ. μέγας Synes.<i>Hymn</i>.1.52<br /><b class="num">•</b>[[barranco]] περάσας κοῖλον αὐλώνων βάθος E.<i>Rh</i>.112, αὐ. κελαδεινοί <i>h.Merc</i>.95, βαθεῖς καὶ ὑλώδεις αὐλῶνες Plu.<i>Caes</i>.23<br /><b class="num">•</b>[[desfiladero]], [[garganta]] αὐ. στεινός Hdt.7.128, δ' ἑνὸς αὐλῶνος Hdt.7.129, τὸ Τάγρον ὄρος ... αὐλῶσιν Plb.5.44.7, ἐνέβαλεν εἰς τὸν αὐλῶνα τὸν προσαγορευόμενον Μαρσύαν Plb.5.45.8, τραχὺς αὐ. καὶ στενόπορος Plu.<i>Luc</i>.25, expl. como οἱ στενοὶ καὶ ἐ[πιμήκεις τό] ποι Sch.Er.<i>Il</i>.21.283 (p.106).<br /><b class="num">3</b> [[brazo de mar entre tierras]], [[estrecho]] Μαιωτικός A.<i>Pr</i>.731, πόντιαι αὐλῶνες S.<i>Tr</i>.l.c., ἐπακτίαι S.<i>Fr</i>.l.c., cf. Poll.9.18, Hsch.<br /><b class="num">II</b> [[tubo]], [[conducto]] ῥεῖν ὥσπερ αὐλῶνος διὰ τοῦ σώματος τὰ τῶν φλεβῶν ποιεῖ ῥεύματα Pl.<i>Ti</i>.79a, ref. al conducto respiratorio o tráquea, Arist.<i>PA</i> 664<sup>a</sup>27, ref. al conducto digestivo, Gal.3.315.<br /><b class="num">III</b> [[surco]] o [[arruga]] en la piel del elefante, Aret.<i>SD</i> 2.13.7.
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ, qqf ἡ)<br />tout espace <i>ou</i> conduit creux et allongé, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> vallon creux entre deux montagnes, ravin;<br /><b>II.</b> conduit d'eau, <i>particul.</i><br /><b>1</b> bras de mer resserré ; détroit;<br /><b>2</b> canal, fossé, aqueduc;<br /><b>III.</b> tuyau, conduit.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐλών''': -ῶνος, ὁ, [[ὡσαύτως]] ποιητ. ἡ, Σοφ. Ἀποσπ. 493, Ἀριστοφ. Ὄρν. 244, Καρκίνος ἐν «Ἀχιλλεῖ» παρ’ Ἀθην. 189D· - πᾶν [[κοίλωμα]] μεταξὺ βουνῶν ἢ ὑψωμάτων, [[κοιλάς]], [[νάπος]], [[χαράδρα]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95, Ἡρόδ. 7. 128, 129, Ἀριστοφ. ἔνθ. ἀνωτ. 2) [[διῶρυξ]], [[αὖλαξ]], [[ὀχετός]], δαινυμένοισι δὲ ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν δι’ αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλου Ἡρόδ. 2. 100, 127· καὶ ἐνετύγχανον τάφροις καὶ αὐλῶσιν ὕδατος πλήρεσιν ὡς μὴ δύνασθαι διαβαίνειν [[ἄνευ]] γεφυρῶν Ξεν. Ἀν. 2. 3, 10. 3) [[πορθμός]], στενόν, Μαιωτικὸς Αἰσχύλ. Πρ. 731· οὕτω παρὰ Σοφ. Τρ. 100, πόντιοι αὐλῶνες, τὰ θαλάσσια στενά, ποιητικὴ [[ἔκφρασις]] περιγράφουσα τὰ μεταξὺ τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου στενά. 4) ὑδραγωγὸς [[αὐλός]], [[σωλήν]], ῥεῖν [[ὥσπερ]] αὐλῶνος διὰ τοῦ σώματος τὰ τῶν φλεβῶν ποιεῖ ῥεύματα Πλάτ. Τίμ. 79Α· ὁ αὐλοειδὴς [[πόρος]], οὐ γάρ ἐστιν ἀναπνοὴ μυκτήρων [[ἴδιος]], ἀλλὰ παρὰ τὸν αὐλῶνα τὸν περὶ τὸν γαργαρεῶνα, ᾗ τὸ ἔσχατον τοῦ ἐν τῷ στόματι οὐρανοῦ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 3. 3, 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «αὐλὼν στενὴ ἀναφορὰ τοῦ ὕδατος καὶ [[λειμών]], ἢ [[ἔφυδρος]] [[τόπος]]», [[προσέτι]]: «αὐλῶνα· Αἰσχύλος καὶ τὴν τάφρον καὶ τὴν πυράν», [[ὡσαύτως]]: «αὐλῶνες· οἱ ἐπ’ αὐθείας τόποι, φάραγγες (ἢ) τόποι πλατεῖς ἐπὶ τὰ ὄρη».
|lstext='''αὐλών''': -ῶνος, ὁ, [[ὡσαύτως]] ποιητ. ἡ, Σοφ. Ἀποσπ. 493, Ἀριστοφ. Ὄρν. 244, Καρκίνος ἐν «Ἀχιλλεῖ» παρ’ Ἀθην. 189D· - πᾶν [[κοίλωμα]] μεταξὺ βουνῶν ἢ ὑψωμάτων, [[κοιλάς]], [[νάπος]], [[χαράδρα]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95, Ἡρόδ. 7. 128, 129, Ἀριστοφ. ἔνθ. ἀνωτ. 2) [[διῶρυξ]], [[αὖλαξ]], [[ὀχετός]], δαινυμένοισι δὲ ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν δι’ αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλου Ἡρόδ. 2. 100, 127· καὶ ἐνετύγχανον τάφροις καὶ αὐλῶσιν ὕδατος πλήρεσιν ὡς μὴ δύνασθαι διαβαίνειν [[ἄνευ]] γεφυρῶν Ξεν. Ἀν. 2. 3, 10. 3) [[πορθμός]], στενόν, Μαιωτικὸς Αἰσχύλ. Πρ. 731· οὕτω παρὰ Σοφ. Τρ. 100, πόντιοι αὐλῶνες, τὰ θαλάσσια στενά, ποιητικὴ [[ἔκφρασις]] περιγράφουσα τὰ μεταξὺ τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου στενά. 4) ὑδραγωγὸς [[αὐλός]], [[σωλήν]], ῥεῖν [[ὥσπερ]] αὐλῶνος διὰ τοῦ σώματος τὰ τῶν φλεβῶν ποιεῖ ῥεύματα Πλάτ. Τίμ. 79Α· ὁ αὐλοειδὴς [[πόρος]], οὐ γάρ ἐστιν ἀναπνοὴ μυκτήρων [[ἴδιος]], ἀλλὰ παρὰ τὸν αὐλῶνα τὸν περὶ τὸν γαργαρεῶνα, ᾗ τὸ ἔσχατον τοῦ ἐν τῷ στόματι οὐρανοῦ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 3. 3, 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «αὐλὼν στενὴ ἀναφορὰ τοῦ ὕδατος καὶ [[λειμών]], ἢ [[ἔφυδρος]] [[τόπος]]», [[προσέτι]]: «αὐλῶνα· Αἰσχύλος καὶ τὴν τάφρον καὶ τὴν πυράν», [[ὡσαύτως]]: «αὐλῶνες· οἱ ἐπ’ αὐθείας τόποι, φάραγγες (ἢ) τόποι πλατεῖς ἐπὶ τὰ ὄρη».
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ, qqf ἡ)<br />tout espace <i>ou</i> conduit creux et allongé, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> vallon creux entre deux montagnes, ravin;<br /><b>II.</b> conduit d'eau, <i>particul.</i><br /><b>1</b> bras de mer resserré ; détroit;<br /><b>2</b> canal, fossé, aqueduc;<br /><b>III.</b> tuyau, conduit.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm