Anonymous

διψάω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0647.png Seite 647]] (vgl. [[διφάω]]); inf [[διψῆν]], u. so immer η statt α in der Contraction; doch διψᾷς Ath. III, 122 f. u. Sp., wie N. T.; [[dursten]], [[Durst haben]]; bei Homer einmal, in der interpolirten Stelle Odyss. 11, 584 στεῦτο δὲ διψάων vgl. Scholl.; Folgende; τινός, wonach, d. h. darnach [[verlangen]], Pind. N. 3, 6; ἐλευθερίας Plat. Rep. VIII, 562 c; φόνου, p. bei Ath. X, 433; τιμῆς Plut. Cat. min. 11; seltener mit dem acc., Teles Stob. flor. 5, 67; φόνον Philp. 42 (Plan. 137); N. T.; auch mit dem inf., χαρίζεσθαι Xen. Cyr. 5, 5, 1; Ael. V. H. 3, 7. Das med. διψώμεθα hat Hermipp. bei Ath. X, 426 f.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0647.png Seite 647]] (vgl. [[διφάω]]); inf [[διψῆν]], u. so immer η statt α in der Contraction; doch διψᾷς Ath. III, 122 f. u. Sp., wie N. T.; [[dursten]], [[Durst haben]]; bei Homer einmal, in der interpolirten Stelle Odyss. 11, 584 στεῦτο δὲ διψάων vgl. Scholl.; Folgende; τινός, wonach, d. h. darnach [[verlangen]], Pind. N. 3, 6; ἐλευθερίας Plat. Rep. VIII, 562 c; φόνου, p. bei Ath. X, 433; τιμῆς Plut. Cat. min. 11; seltener mit dem acc., Teles Stob. flor. 5, 67; φόνον Philp. 42 (Plan. 137); N. T.; auch mit dem inf., χαρίζεσθαι Xen. Cyr. 5, 5, 1; Ael. V. H. 3, 7. Das med. διψώμεθα hat Hermipp. bei Ath. X, 426 f.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐδίψων, <i>f.</i> διψήσω, <i>ao.</i> ἐδίψησα, <i>pf.</i> δεδίψηκα;<br />avoir soif, être altéré ; <i>fig.</i> δ. τινος, avoir soif de qch (de justice, de liberté, de vengeance).<br />'''Étymologie:''' [[δίψα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διψάω''': Ἰων. -έω, Ἀρχίλ. 62· συνῃρ. γ΄ ἑνικ. διψῇ Πίνδ. Ν. 3. 10, Πλάτ., ἀπαρ. διψῆν Ἡρόδ. 2. 24, Σοφ. Ἀποσπ. 701, Ἀριστοφ., κτλ.· παρατ. γ΄ ἑνικ. ἐδίψη Ἱππ. Ἐπιδ. 1063, 1067 (οἱ [[ὁμαλῶς]] συνῃρ. τύποι διψᾷς, -ᾷ, -ᾶν μόνον παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., Ἀνθ. Πλαν. 137, Πλάτ. Ἀξιόχ. 366Α, Ἑβδ.)· μέλλ. διψήσω, Ξεν.· ἀόρ. ἐδίψησα Πλάτ. Πολ. 562C· πρκμ. δεδίψηκα Ἱππ., Πλούτ. ― Μέσ., ἴδε κατωτ. Αἰσθάνομαι δίψαν, στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ] Ὀδ. Λ. 584, κτλ.· καὶ ἐπὶ ἐδάφους καταξήρου, Ἡρόδ. 2. 24· δ. ὑπὸ καύματος Ἀλκαῖ. 39. 2· ἐπὶ δένδρων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 5· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διψώμεθα Ἕρμιππ. Θεοῖς 1, ἀλλὰ πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 193· ― καὶ ἐν τῷ παθ., διψᾶται παρὰ πᾶσιν ἀνθρῶποις τὸ μαθεῖν τί ἐστι ψυχὴ ἀνθρώπου Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 89, σ. 716 (Λεξ. Κουμ.). 2) μεταφ., δ. τινος, διψῶ διά τι, [[σφόδρα]] ἐπιθυμῶ τι, ὡς τὸ Λατ. sitire, Πίνδ. Ν. 3. 10· ἐλευθερίας Πλάτ. Πολ. 562C· παρὰ μεταγεν. καὶ μετ’ αἰτ., δ. χιόνα Τέλης παρὰ Στοβ. 69. 24· φόνον Ἀνθ. Πλαν. 4. 137· δικαιοσύνην Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 6 [[ὡσαύτως]], δ. πρὸς τὸν θεὸν Ἑβδ. (Ψαλμ. μα΄, 2)· μετὰ δοτ., ἐδίψησαν ὕδατι [[αὐτόθι]]· ― μετ’ ἀπαρ., διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν Ξεν. Κύρ. 4. 6, ἐν τέλ.· ἀκρατῶς ἐδίψη οἴνου πίνειν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41, κτλ.
|lstext='''διψάω''': Ἰων. -έω, Ἀρχίλ. 62· συνῃρ. γ΄ ἑνικ. διψῇ Πίνδ. Ν. 3. 10, Πλάτ., ἀπαρ. διψῆν Ἡρόδ. 2. 24, Σοφ. Ἀποσπ. 701, Ἀριστοφ., κτλ.· παρατ. γ΄ ἑνικ. ἐδίψη Ἱππ. Ἐπιδ. 1063, 1067 (οἱ [[ὁμαλῶς]] συνῃρ. τύποι διψᾷς, -ᾷ, -ᾶν μόνον παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., Ἀνθ. Πλαν. 137, Πλάτ. Ἀξιόχ. 366Α, Ἑβδ.)· μέλλ. διψήσω, Ξεν.· ἀόρ. ἐδίψησα Πλάτ. Πολ. 562C· πρκμ. δεδίψηκα Ἱππ., Πλούτ. ― Μέσ., ἴδε κατωτ. Αἰσθάνομαι δίψαν, στεῦτο δὲ διψάων [ᾱ] Ὀδ. Λ. 584, κτλ.· καὶ ἐπὶ ἐδάφους καταξήρου, Ἡρόδ. 2. 24· δ. ὑπὸ καύματος Ἀλκαῖ. 39. 2· ἐπὶ δένδρων, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 22, 5· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διψώμεθα Ἕρμιππ. Θεοῖς 1, ἀλλὰ πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 193· ― καὶ ἐν τῷ παθ., διψᾶται παρὰ πᾶσιν ἀνθρῶποις τὸ μαθεῖν τί ἐστι ψυχὴ ἀνθρώπου Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 89, σ. 716 (Λεξ. Κουμ.). 2) μεταφ., δ. τινος, διψῶ διά τι, [[σφόδρα]] ἐπιθυμῶ τι, ὡς τὸ Λατ. sitire, Πίνδ. Ν. 3. 10· ἐλευθερίας Πλάτ. Πολ. 562C· παρὰ μεταγεν. καὶ μετ’ αἰτ., δ. χιόνα Τέλης παρὰ Στοβ. 69. 24· φόνον Ἀνθ. Πλαν. 4. 137· δικαιοσύνην Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 6 [[ὡσαύτως]], δ. πρὸς τὸν θεὸν Ἑβδ. (Ψαλμ. μα΄, 2)· μετὰ δοτ., ἐδίψησαν ὕδατι [[αὐτόθι]]· ― μετ’ ἀπαρ., διψῶ χαρίζεσθαι ὑμῖν Ξεν. Κύρ. 4. 6, ἐν τέλ.· ἀκρατῶς ἐδίψη οἴνου πίνειν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐδίψων, <i>f.</i> διψήσω, <i>ao.</i> ἐδίψησα, <i>pf.</i> δεδίψηκα;<br />avoir soif, être altéré ; <i>fig.</i> δ. τινος, avoir soif de qch (de justice, de liberté, de vengeance).<br />'''Étymologie:''' [[δίψα]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth