Anonymous

καλπάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1314.png Seite 1314]] traben, vom Pferde, VLL. Vgl. [[παρακαλπάζω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1314.png Seite 1314]] traben, vom Pferde, VLL. Vgl. [[παρακαλπάζω]].
}}
{{bailly
|btext=aller au trot.<br />'''Étymologie:''' [[κάλπη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καλπάζω''': ([[κάλπη]]) ἐπὶ ἵππου, [[τρέχω]] σκιρτῶν, [[τρέχω]] πηδητικῶς, Ἱππιατρ. σ. 120, 128· ― κατὰ Σουΐδ.: «καλπάζειν, τὸ ἁβρῶς βαδίζειν»· Ἀκύλ. Παλ. Διαθ., ἴδε Field Ἑξαπλ. (Ἰερ. Η΄, 6)· ― καλπασμός, οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν πηδητικῶς, ὁ ἐν ἀναβολῇ καλπασμὸς Φιλούμενος παρ’ Ὀρειβάσ. σ. 66 Mai.
|lstext='''καλπάζω''': ([[κάλπη]]) ἐπὶ ἵππου, [[τρέχω]] σκιρτῶν, [[τρέχω]] πηδητικῶς, Ἱππιατρ. σ. 120, 128· ― κατὰ Σουΐδ.: «καλπάζειν, τὸ ἁβρῶς βαδίζειν»· Ἀκύλ. Παλ. Διαθ., ἴδε Field Ἑξαπλ. (Ἰερ. Η΄, 6)· ― καλπασμός, οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν πηδητικῶς, ὁ ἐν ἀναβολῇ καλπασμὸς Φιλούμενος παρ’ Ὀρειβάσ. σ. 66 Mai.
}}
{{bailly
|btext=aller au trot.<br />'''Étymologie:''' [[κάλπη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[καλπάζω]]) [[κάλπη]] (II)]<br />(για [[άλογο]]) [[τρέχω]] με καλπασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ιππέα) [[ιππεύω]] [[άλογο]] που καλπάζει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προχωρώ]] αλματωδώς, εξελίσσομαι [[γρήγορα]] («ο [[πληθωρισμός]] καλπάζει»)<br /><b>3.</b> (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η [[καλπάζουσα]] (ενν. [[φυματίωση]])<br />[[οξεία]] [[μορφή]] πνευμονικής φυματιώσεως, που εξελίσσεται [[γρήγορα]] [[προς]] τον θάνατο)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[καλπάζουσα]] [[φαντασία]]» — [[μεγάλη]] [[φαντασία]].
|mltxt=(Μ [[καλπάζω]]) [[κάλπη]] (II)]<br />(για [[άλογο]]) [[τρέχω]] με καλπασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ιππέα) [[ιππεύω]] [[άλογο]] που καλπάζει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προχωρώ]] αλματωδώς, εξελίσσομαι [[γρήγορα]] («ο [[πληθωρισμός]] καλπάζει»)<br /><b>3.</b> (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η [[καλπάζουσα]] (ενν. [[φυματίωση]])<br />[[οξεία]] [[μορφή]] πνευμονικής φυματιώσεως, που εξελίσσεται [[γρήγορα]] [[προς]] τον θάνατο)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[καλπάζουσα]] [[φαντασία]]» — [[μεγάλη]] [[φαντασία]].
}}
}}