Anonymous

μύσσομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "m’" to "m'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=mu/ssomai
|Beta Code=mu/ssomai
|Definition=fut. [[μύξομαι]] Epic.in Arch.Pap.7.5:— [[blow the nose]], μύσσονται δὲ οὐδέν Hp.Vict.3.70:—Act. (dub. in Hsch.) is only found in compds. [[ἀπομύττω]], [[προμύττω]]. (Cf. [[μυκτήρ]], [[μύξα]] (A); Skt. muncáti '[[let go]]', Lat. [[emungo]].)  
|Definition=fut. [[μύξομαι]] Epic.in Arch.Pap.7.5:— [[blow the nose]], μύσσονται δὲ οὐδέν Hp.Vict.3.70:—Act. (dub. in Hsch.) is only found in compds. [[ἀπομύττω]], [[προμύττω]]. (Cf. [[μυκτήρ]], [[μύξα]] (A); Skt. muncáti '[[let go]]', Lat. [[emungo]].)  
}}
{{bailly
|btext=moucher.<br />'''Étymologie:''' v. [[μύξα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μύσσομαι''': μέσ., ἀπομύττομαι, [[ἐκβάλλω]] τὴν μύξαν μου, μύσσονται δὲ οὐδὲν Ἱππ. 369. 13· - τὸ ἐνεργ. μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, προ-[[μύττω]]. - (Ἐκ √ΜΥΚ, πρβλ. μυκτήρ, μύξα, ἀπομύξασθαι)· Σανσκρ. muk, mu`nk-âmi (adjicio), Λατ. mung-o, e-mung-o, muc-us, muc-edo.)
|lstext='''μύσσομαι''': μέσ., ἀπομύττομαι, [[ἐκβάλλω]] τὴν μύξαν μου, μύσσονται δὲ οὐδὲν Ἱππ. 369. 13· - τὸ ἐνεργ. μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, προ-[[μύττω]]. - (Ἐκ √ΜΥΚ, πρβλ. μυκτήρ, μύξα, ἀπομύξασθαι)· Σανσκρ. muk, mu`nk-âmi (adjicio), Λατ. mung-o, e-mung-o, muc-us, muc-edo.)
}}
{{bailly
|btext=moucher.<br />'''Étymologie:''' v. [[μύξα]].
}}
}}
{{grml
{{grml