3,273,724
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1312.png Seite 1312]] schön machen, schmücken; vom Monde Soph. frg. 713 πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη; reinigen, ausfegen, Poll. 6, 94; Arist. probl. 24, 8, wie pass., Pol. 6, 33, 4. – Übertr., beschönigen, [[ὅταν]] ἐν κακοῖσί τις ὰλοὺς [[ἔπειτα]] τοῦτο καλλύνειν θέλῃ Soph. Ant. 492; εὐδιάβολον κακόν Plat. Legg. XII, 944 b. – Med. schön thun, sich zieren, prunken, neben ἁβρύνομαι Plat. Apol. 20 c; ἐπί τινι Ael. V. H. 3, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1312.png Seite 1312]] schön machen, schmücken; vom Monde Soph. frg. 713 πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη; reinigen, ausfegen, Poll. 6, 94; Arist. probl. 24, 8, wie pass., Pol. 6, 33, 4. – Übertr., beschönigen, [[ὅταν]] ἐν κακοῖσί τις ὰλοὺς [[ἔπειτα]] τοῦτο καλλύνειν θέλῃ Soph. Ant. 492; εὐδιάβολον κακόν Plat. Legg. XII, 944 b. – Med. schön thun, sich zieren, prunken, neben ἁβρύνομαι Plat. Apol. 20 c; ἐπί τινι Ael. V. H. 3, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> parer d'un beau prétexte <i>ou</i> d'un beau nom;<br /><b>2</b> orner, parer, embellir;<br /><i><b>Moy.</b></i> καλλύνομαι se glorifier : [[ἐπί]] τινι, de qch.<br />'''Étymologie:''' [[κάλλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλύνω''': ῡ, (καλὸς) [[ἐξωραΐζω]], Σοφ. Ἀποσπ. 713. 6, κτλ.: - [[καθαρίζω]] [[καλῶς]], σαρώνω, Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 1· ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται ἡ [[πλατεῖα]] Πολύβ. 6. 33, 4· μεταφ., νέων ψυχὰς καλλύνειν (κακκονεῖν ἔκδ. Δινδορφ.) Λεωνίδας παρὰ Πλουτ. 2. 959Β· ἀλλ’ ἐν βίῳ Κλεομ. 2, ὑπάρχει τὸ αἰκάλλειν καὶ ἐν 2. 235F κακανεῖν, «ὅ τις παρῄνει τρέπειν εἰς τὸ κακκονεῖν ([[τουτέστι]] κατακονεῖν ἢ κατακονᾶν)» Κοραῆς εἰς Πλουτ. Κλεομ. ἔνθ’ ἀνωτ. (τ. 5. σ. 356). 2) μεταφ. [[ὡσαύτως]], προσπαθῶ νὰ δώσω καλὴν ὄψιν εἰς κακὸν [[πρᾶγμα]], [[ὅταν]] ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς [[ἔπειτα]] τοῦτο καλλύνειν θέλῃ Σοφ. Ἀντ. 496, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 944Β. 3) Μέσ., καυχῶμαι, [[ὑπερηφανεύομαι]] ἔν τινι, ἑπομένου εἰ.., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 20C· ἐπί τινι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 39· πρβλ. [[καλλωπίζω]] ΙΙ. 2. | |lstext='''καλλύνω''': ῡ, (καλὸς) [[ἐξωραΐζω]], Σοφ. Ἀποσπ. 713. 6, κτλ.: - [[καθαρίζω]] [[καλῶς]], σαρώνω, Ἀριστ. Προβλ. 24. 9, 1· ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται ἡ [[πλατεῖα]] Πολύβ. 6. 33, 4· μεταφ., νέων ψυχὰς καλλύνειν (κακκονεῖν ἔκδ. Δινδορφ.) Λεωνίδας παρὰ Πλουτ. 2. 959Β· ἀλλ’ ἐν βίῳ Κλεομ. 2, ὑπάρχει τὸ αἰκάλλειν καὶ ἐν 2. 235F κακανεῖν, «ὅ τις παρῄνει τρέπειν εἰς τὸ κακκονεῖν ([[τουτέστι]] κατακονεῖν ἢ κατακονᾶν)» Κοραῆς εἰς Πλουτ. Κλεομ. ἔνθ’ ἀνωτ. (τ. 5. σ. 356). 2) μεταφ. [[ὡσαύτως]], προσπαθῶ νὰ δώσω καλὴν ὄψιν εἰς κακὸν [[πρᾶγμα]], [[ὅταν]] ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς [[ἔπειτα]] τοῦτο καλλύνειν θέλῃ Σοφ. Ἀντ. 496, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 944Β. 3) Μέσ., καυχῶμαι, [[ὑπερηφανεύομαι]] ἔν τινι, ἑπομένου εἰ.., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 20C· ἐπί τινι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 39· πρβλ. [[καλλωπίζω]] ΙΙ. 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |