Anonymous

μερίζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0134.png Seite 134]] [[theilen]], vertheilen; κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον μερίζοντες, Plat. Polit. 292 c; εἰ αὐτο τὸ [[μέγεθος]] μεριεῖς, Parm. 131 c; μεμέρισται, 144 b; τοὺς τόκους μερίζειν πρὸς τὸν πλοῦν, Dem. 56, 49, im Verhältniß nach der Fahrt vertheilen; Arist. u. Sp., μεμέρισται εἰς πολλοὺς τὸ [[ἔργον]] Luc. Navig. 8. – Häufiger im med., für sich, als seinen Antheil nehmen; τῆς γενέσεως ἡμῶν τὸ μέν τι ἡ πατρὶς μερίζεται, Plat. Ep. IX, 358 a; μερίσαιτο τῶν τοῦ ἀδελφοῦ, Is. 9, 24; ἐπειδὴ δὲ τοὐμὸν [[χρυσίον]] ἐμερίσατο, Dem. 34, 35; ἠρόμην αὐτόν, πότερα μεμερισμένος εἴη πρὸς τὸν ἀδελφόν, ἢ κοινὴ [[οὐσία]] εἴη αὐτοῖς, ob er mit dem Bruder getheilt habe, 47, 34; τὴν σατραπείαν, unter sich theilen, D. Sic. 17, 16; – Geld aus dem Schatze, Inscr. 84; – ἐν τῇ ἀρχῇ τῇ ἐκείνου μεμερισμένους, seiner Herrschaft zugetheilt, Dem. 15, 5; bei den Gramm. = unter die Redetheile vertheilen, s. [[μερισμός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0134.png Seite 134]] [[theilen]], vertheilen; κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον μερίζοντες, Plat. Polit. 292 c; εἰ αὐτο τὸ [[μέγεθος]] μεριεῖς, Parm. 131 c; μεμέρισται, 144 b; τοὺς τόκους μερίζειν πρὸς τὸν πλοῦν, Dem. 56, 49, im Verhältniß nach der Fahrt vertheilen; Arist. u. Sp., μεμέρισται εἰς πολλοὺς τὸ [[ἔργον]] Luc. Navig. 8. – Häufiger im med., für sich, als seinen Antheil nehmen; τῆς γενέσεως ἡμῶν τὸ μέν τι ἡ πατρὶς μερίζεται, Plat. Ep. IX, 358 a; μερίσαιτο τῶν τοῦ ἀδελφοῦ, Is. 9, 24; ἐπειδὴ δὲ τοὐμὸν [[χρυσίον]] ἐμερίσατο, Dem. 34, 35; ἠρόμην αὐτόν, πότερα μεμερισμένος εἴη πρὸς τὸν ἀδελφόν, ἢ κοινὴ [[οὐσία]] εἴη αὐτοῖς, ob er mit dem Bruder getheilt habe, 47, 34; τὴν σατραπείαν, unter sich theilen, D. Sic. 17, 16; – Geld aus dem Schatze, Inscr. 84; – ἐν τῇ ἀρχῇ τῇ ἐκείνου μεμερισμένους, seiner Herrschaft zugetheilt, Dem. 15, 5; bei den Gramm. = unter die Redetheile vertheilen, s. [[μερισμός]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεριῶ, <i>ao.</i> ἐμέρισα, <i>pf.</i> μεμέρικα;<br /><i>Pass. f.</i> μερισθήσομαι, <i>ao.</i> ἐμερίσθην, <i>pf.</i> μεμέρισμαι;<br />partager, diviser, fractionner, acc. ; <i>Pass.</i> être divisé;<br /><i><b>Moy.</b></i> μερίζομαι (<i>f.</i> μερίσομαι <i>ou</i> μεριοῦμαι, <i>ao.</i> ἐμερισάμην);<br /><b>1</b> s'attribuer une part, acc.;<br /><b>2</b> partager, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μερίς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μερίζω''': Δωρ. -ίσδω Βίων 15. 31· μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ Πλάτ. Παρμ. 131C· ἀόρ. μερίσαι Νικόμαχ. ἐν «Εἰλυθείᾳ» 1. 27, Δωρ. μετοχ. μερίξας Τίμ. Λοκρ. 99D· πρκμ. μεμέρικα Διον. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 4· - Μέσ., μέλλ. -ίσομαι Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 306. -ῐοῦμαι Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΔ΄, 18), ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 3· ἀόρ. ἐμερισάμην Ἰσαῖ., κτλ.· - πρκμ. μεμέρισμαι μὲ μέσ. σημασίαν) Δημ. 1149. 29. - Παθ., μέλλ. μερισθήσομαι Πλωτῖν.· ἀόρ. ἐμερίσθην Πλάτ., κτλ.· πρκμ. μεμέρισμαι Πλάτ., Δημ., κτλ.· ([[μερίς]]). Διαιρῶ, [[διανέμω]], Πλάτ. Παρμ. 131C· μ. τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 5· μ. [[ἀρχήν]] τινα εἰς πλείους ὁ αὐτ. π. Πολιτικ. 6. 8, 7· καθ’ ἕκαστον [[εἶδος]] πολιτείας μ. [[αὐτόθι]] 5. 5, 4· ἐφ’ ἕκαστον μ. τὸ φίλον ὁ αὐτ. ἐν Μεγ. Ἠθ. 2. 16, 1· [[μερίζω]] τοὺς τόκους πρὸς τὸν πλοῦν, διαιρῶ τὸν τόκον κατ’ ἀναλογίαν τοῦ πλοῦ δηλ. πληρώνω [[μέρος]] μόνον τῶν χρημάτων, ἂν [[μέρος]] μόνον τοῦ πλοῦ ἐτελέσθη, Δημ. 1297. 21· κατὰ τόπους [[μερίζω]] τὰς ἀναγραφάς, διαιρῶ, τακτοποιῶ αὐτάς, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 9. 2) ἀπολ., ἐπὶ δικαστῶν διῃρημένας ἐχόντων τὰς γνώμας, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 14. ΙΙ. Μέσ., μερίζομαί τι, «μοιράζομαί» τι μετ’ ἄλλων, Δείναρχ. 91. 22, Θεόκρ. 21. 31· τι μετά τινος Δημ. 913. 1· τὶ [[πρός]] τινα Ἡρῳδ. 3. 10· - [[λαμβάνω]] κατοχήν τινος, τι Δημ. 917. 19· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., ἠρόμην αὐτὸν πότερα μεμερισμένος εἴη πρὸς τὸν ἀδελφόν, ἐὰν εἶχε μοιρασθῇ (τὰ πράγματα) μὲ τὸν ἀδελφόν του, ὁ αὐτ. 1149. 21. 2) μετὰ γεν. πράγμ., [[λαμβάνω]] [[μερίδιον]] ἔκ τινος, Ἰσαῖ, 77. 14· [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴ τι, τοῦ ἀδικήματος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 13. ΙΙΙ. παθ., διαιροῦμαι, κατά [[μέρος]] Ξεν. Ἀν. 5. 1, 9· ἐς πολλὰ Ἱππ. 375. 43· εἰς ὁποσονοῦν [[πλῆθος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 11· μ. πρὸς ἑκάστην διοίκησιν (ἐνν. αἱ πρόσοδοι), διανέμονται, [[αὐτόθι]] 6. 8, 6· ἐς πᾶσαν ἐμερίζοντο πεῖραν, ἔκαμνον πᾶσαν ἀπόπειραν, δοκιμάζοντες ἄλλοι μὲν τοῦτο τὸ [[μέσον]], ἄλλοι δὲ ἐκεῖνο, Ἀππ. Ἐμφύλ. 4, 78· πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 24. 1· μερίζεταί τι ἀπό τινος Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 8. 2) διασκορπίζομαι, Πλάτ. Τίμ. 56D· διασχίζομαι εἰς μέρη, Πολύβ. 8. 23, 9, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 1, Ἡρῳδ. 3. 10. 3) [[λογίζομαι]], θεωροῦμαι ὡς [[μέρος]], ἐν τῇ ἀρχῇ τινος μ. Δημ. 192. 1.
|lstext='''μερίζω''': Δωρ. -ίσδω Βίων 15. 31· μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ Πλάτ. Παρμ. 131C· ἀόρ. μερίσαι Νικόμαχ. ἐν «Εἰλυθείᾳ» 1. 27, Δωρ. μετοχ. μερίξας Τίμ. Λοκρ. 99D· πρκμ. μεμέρικα Διον. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 4· - Μέσ., μέλλ. -ίσομαι Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 306. -ῐοῦμαι Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΔ΄, 18), ἀλλ’ ἐπὶ παθ. σημασ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 3· ἀόρ. ἐμερισάμην Ἰσαῖ., κτλ.· - πρκμ. μεμέρισμαι μὲ μέσ. σημασίαν) Δημ. 1149. 29. - Παθ., μέλλ. μερισθήσομαι Πλωτῖν.· ἀόρ. ἐμερίσθην Πλάτ., κτλ.· πρκμ. μεμέρισμαι Πλάτ., Δημ., κτλ.· ([[μερίς]]). Διαιρῶ, [[διανέμω]], Πλάτ. Παρμ. 131C· μ. τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 5· μ. [[ἀρχήν]] τινα εἰς πλείους ὁ αὐτ. π. Πολιτικ. 6. 8, 7· καθ’ ἕκαστον [[εἶδος]] πολιτείας μ. [[αὐτόθι]] 5. 5, 4· ἐφ’ ἕκαστον μ. τὸ φίλον ὁ αὐτ. ἐν Μεγ. Ἠθ. 2. 16, 1· [[μερίζω]] τοὺς τόκους πρὸς τὸν πλοῦν, διαιρῶ τὸν τόκον κατ’ ἀναλογίαν τοῦ πλοῦ δηλ. πληρώνω [[μέρος]] μόνον τῶν χρημάτων, ἂν [[μέρος]] μόνον τοῦ πλοῦ ἐτελέσθη, Δημ. 1297. 21· κατὰ τόπους [[μερίζω]] τὰς ἀναγραφάς, διαιρῶ, τακτοποιῶ αὐτάς, Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 9. 2) ἀπολ., ἐπὶ δικαστῶν διῃρημένας ἐχόντων τὰς γνώμας, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 14. ΙΙ. Μέσ., μερίζομαί τι, «μοιράζομαί» τι μετ’ ἄλλων, Δείναρχ. 91. 22, Θεόκρ. 21. 31· τι μετά τινος Δημ. 913. 1· τὶ [[πρός]] τινα Ἡρῳδ. 3. 10· - [[λαμβάνω]] κατοχήν τινος, τι Δημ. 917. 19· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., ἠρόμην αὐτὸν πότερα μεμερισμένος εἴη πρὸς τὸν ἀδελφόν, ἐὰν εἶχε μοιρασθῇ (τὰ πράγματα) μὲ τὸν ἀδελφόν του, ὁ αὐτ. 1149. 21. 2) μετὰ γεν. πράγμ., [[λαμβάνω]] [[μερίδιον]] ἔκ τινος, Ἰσαῖ, 77. 14· [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴ τι, τοῦ ἀδικήματος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 13. ΙΙΙ. παθ., διαιροῦμαι, κατά [[μέρος]] Ξεν. Ἀν. 5. 1, 9· ἐς πολλὰ Ἱππ. 375. 43· εἰς ὁποσονοῦν [[πλῆθος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 11· μ. πρὸς ἑκάστην διοίκησιν (ἐνν. αἱ πρόσοδοι), διανέμονται, [[αὐτόθι]] 6. 8, 6· ἐς πᾶσαν ἐμερίζοντο πεῖραν, ἔκαμνον πᾶσαν ἀπόπειραν, δοκιμάζοντες ἄλλοι μὲν τοῦτο τὸ [[μέσον]], ἄλλοι δὲ ἐκεῖνο, Ἀππ. Ἐμφύλ. 4, 78· πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 24. 1· μερίζεταί τι ἀπό τινος Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 8. 2) διασκορπίζομαι, Πλάτ. Τίμ. 56D· διασχίζομαι εἰς μέρη, Πολύβ. 8. 23, 9, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 1, Ἡρῳδ. 3. 10. 3) [[λογίζομαι]], θεωροῦμαι ὡς [[μέρος]], ἐν τῇ ἀρχῇ τινος μ. Δημ. 192. 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεριῶ, <i>ao.</i> ἐμέρισα, <i>pf.</i> μεμέρικα;<br /><i>Pass. f.</i> μερισθήσομαι, <i>ao.</i> ἐμερίσθην, <i>pf.</i> μεμέρισμαι;<br />partager, diviser, fractionner, acc. ; <i>Pass.</i> être divisé;<br /><i><b>Moy.</b></i> μερίζομαι (<i>f.</i> μερίσομαι <i>ou</i> μεριοῦμαι, <i>ao.</i> ἐμερισάμην);<br /><b>1</b> s'attribuer une part, acc.;<br /><b>2</b> partager, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μερίς]].
}}
}}
{{eles
{{eles