Anonymous

κύκνος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "eye-salve" to "eyesalve")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1528.png Seite 1528]] ὁ, der [[Schwan]]; [[δουλιχόδειρος]] Il. 2, 459; ἀερσιπόται Hes. Sc. 316, wo seines Gesanges zuerst gedacht wird, wie Aesch. Ag. 1419 κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον [[γόον]], wie [[ἀχέτας]] Eur. El. 151; [[πολιόχρως]] Bacch. 1362; vgl. κύκνου πολιώτεραι αἲδ' ἐπανθοῦσιν [[τρίχες]] Ar. Vesp. 1164; auch als weissagend wurden sie betrachtet, τῶν κύκνων φαυλότερος τὴν μαντικήν Plat. Phaed. 84 e. – Übertr., der Dichter, Leon. Tar. 80 (VII, 19).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1528.png Seite 1528]] ὁ, der [[Schwan]]; [[δουλιχόδειρος]] Il. 2, 459; ἀερσιπόται Hes. Sc. 316, wo seines Gesanges zuerst gedacht wird, wie Aesch. Ag. 1419 κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα θανάσιμον [[γόον]], wie [[ἀχέτας]] Eur. El. 151; [[πολιόχρως]] Bacch. 1362; vgl. κύκνου πολιώτεραι αἲδ' ἐπανθοῦσιν [[τρίχες]] Ar. Vesp. 1164; auch als weissagend wurden sie betrachtet, τῶν κύκνων φαυλότερος τὴν μαντικήν Plat. Phaed. 84 e. – Übertr., der Dichter, Leon. Tar. 80 (VII, 19).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />cygne, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Καν, résonner, retentir, avec redoubl.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κύκνος''': ὁ, Λατ. Cycnus olor, κύκνων δουλιχοδείρων Ἰλ. Β. 460., Ο. 692, κτλ.· ― μεταφ., ἐκ τῶν μύθων περὶ τοῦ ἐπιθανατίου ᾄσματος τοῦ κύκνου, [[ἀοιδός]], [[ψάλτης]], Ἀνθ. Π. 7. 19· ἴδε [[κύκνειος]] καὶ πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 316, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1444, Πλάτ. Φαίδωνα 85Β, Πολ. 620Α, Ὁρατ. ᾨδ. 2. 20· ἱερὸς τοῦ Ἀππόλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 870, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 5. ΙΙ. [[εἶδος]] πλοίου, πιθ. [[ἐπειδὴ]] ἡ [[πρῷρα]] [[αὐτοῦ]] ἦτο κεκυρτωμένη ὡς ὁ [[λαιμὸς]] τοῦ κύκνου, Νικόστρ. ἐν «Διαβόλῳ» 1· πρβλ. [[κυκνοκάνθαρος]]. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἀλοιφῆς τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 139.
|lstext='''κύκνος''': ὁ, Λατ. Cycnus olor, κύκνων δουλιχοδείρων Ἰλ. Β. 460., Ο. 692, κτλ.· ― μεταφ., ἐκ τῶν μύθων περὶ τοῦ ἐπιθανατίου ᾄσματος τοῦ κύκνου, [[ἀοιδός]], [[ψάλτης]], Ἀνθ. Π. 7. 19· ἴδε [[κύκνειος]] καὶ πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 316, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1444, Πλάτ. Φαίδωνα 85Β, Πολ. 620Α, Ὁρατ. ᾨδ. 2. 20· ἱερὸς τοῦ Ἀππόλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 870, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 5. ΙΙ. [[εἶδος]] πλοίου, πιθ. [[ἐπειδὴ]] ἡ [[πρῷρα]] [[αὐτοῦ]] ἦτο κεκυρτωμένη ὡς ὁ [[λαιμὸς]] τοῦ κύκνου, Νικόστρ. ἐν «Διαβόλῳ» 1· πρβλ. [[κυκνοκάνθαρος]]. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἀλοιφῆς τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 139.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />cygne, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Καν, résonner, retentir, avec redoubl.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth