Anonymous

κατευθύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1398.png Seite 1398]] 1) gerade machen, -richten, wohl einrichten, lenken; τὸ [[σκάφος]] Poll. 1, 98; πρὸς τὸ [[ἄστρον]] τὴν ναῦν Clem. Al.; αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι Plat. Tim. 44 b; Critia. 118 c; Sp., κατευθῦναι τὰ παρόντα πρὸς τὸ κάλλιστον [[τέλος]] Plut. Camill. 42. – Auch wie das simplex, strafen, = καταδικάζειν, Poll. 8, 22; Rechenschaftsablegung fordern, Plat. Legg. XII, 945 a. – 2) mit ausgelassenem ἑαυτόν, intr., gerade darauf losgehen, ἐπὶ τοὺς πολεμίους Plut. Alex. 33.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1398.png Seite 1398]] 1) gerade machen, -richten, wohl einrichten, lenken; τὸ [[σκάφος]] Poll. 1, 98; πρὸς τὸ [[ἄστρον]] τὴν ναῦν Clem. Al.; αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι Plat. Tim. 44 b; Critia. 118 c; Sp., κατευθῦναι τὰ παρόντα πρὸς τὸ κάλλιστον [[τέλος]] Plut. Camill. 42. – Auch wie das simplex, strafen, = καταδικάζειν, Poll. 8, 22; Rechenschaftsablegung fordern, Plat. Legg. XII, 945 a. – 2) mit ausgelassenem ἑαυτόν, intr., gerade darauf losgehen, ἐπὶ τοὺς πολεμίους Plut. Alex. 33.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> diriger en droite ligne : τὴν ἀρχήν PLUT gouverner avec rectitude ; diriger dans le droit chemin : πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους PLUT guider les jeunes gens vers le mieux;<br /><b>2</b> <i>intr. (s.e.</i> ἑαυτόν) marcher droit.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὐθύνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατευθύνω''': [[κάμνω]] ἢ διατηρῶ τι εὐθύ, [[φέρω]] τι κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, τὴν πτῆσιν Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 10. 3· τὴν ἀρχὴν Πλούτ. 2. 780Β· βιοτῆς οἴακα κατευθύνεσκες ἐν οἴκῳ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 243. 26.- Παθ., αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι Πλάτ. Τίμ. 44Β. 2) διορθώνω, ὁδηγῶ ὀρθῶς, διοικῶ, τὰς [[φύσεις]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 807Α· τινὰ εἰς τὸν [[αὐτοῦ]] δρόμον [[αὐτόθι]] 847Α· τὸν ἐλέφαντα τῷ δρεπάνῳ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, ἐν τέλ.· τὴν ναῦν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 13· τὰ παρόντα πρὸς τὸ [[τέλος]] Πλουτ. Κάμιλλ. 42· πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους ὁ αὐτ. 2. 20D. 3) κ. τινός, ζητῶ λόγον [[παρά]] τινος, [[καταδικάζω]], Πλάτ. Νόμ. 945Α, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 22. ΙΙ. ἀμεταβ., [[κατευθύνω]] (ἐμαυτόν), κατευθύνομαι, διευθύνομαι κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τινα, ἐπὶ τοὺς πολεμίους Πλουτ. Ἀλέξ. 33.
|lstext='''κατευθύνω''': [[κάμνω]] ἢ διατηρῶ τι εὐθύ, [[φέρω]] τι κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, τὴν πτῆσιν Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 10. 3· τὴν ἀρχὴν Πλούτ. 2. 780Β· βιοτῆς οἴακα κατευθύνεσκες ἐν οἴκῳ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 243. 26.- Παθ., αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι Πλάτ. Τίμ. 44Β. 2) διορθώνω, ὁδηγῶ ὀρθῶς, διοικῶ, τὰς [[φύσεις]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 807Α· τινὰ εἰς τὸν [[αὐτοῦ]] δρόμον [[αὐτόθι]] 847Α· τὸν ἐλέφαντα τῷ δρεπάνῳ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, ἐν τέλ.· τὴν ναῦν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 13· τὰ παρόντα πρὸς τὸ [[τέλος]] Πλουτ. Κάμιλλ. 42· πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους ὁ αὐτ. 2. 20D. 3) κ. τινός, ζητῶ λόγον [[παρά]] τινος, [[καταδικάζω]], Πλάτ. Νόμ. 945Α, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 22. ΙΙ. ἀμεταβ., [[κατευθύνω]] (ἐμαυτόν), κατευθύνομαι, διευθύνομαι κατ’ εὐθεῖαν [[πρός]] τινα, ἐπὶ τοὺς πολεμίους Πλουτ. Ἀλέξ. 33.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> diriger en droite ligne : τὴν ἀρχήν PLUT gouverner avec rectitude ; diriger dans le droit chemin : πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους PLUT guider les jeunes gens vers le mieux;<br /><b>2</b> <i>intr. (s.e.</i> ἑαυτόν) marcher droit.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὐθύνω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR