Anonymous

παράλυσις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0488.png Seite 488]] ἡ, Lösung, Auflösung, einer Aufgabe, Gramm. – Lähmung der Glieder an einer Seite des Leibes, Medic.; auch ψυχῆς, Pol. 31, 8, 10; neben [[μανία]], D. Sic. 4, 3. – Erbrechung einer verbotenen Sache, Sp., vgl. Plut. curios. 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0488.png Seite 488]] ἡ, Lösung, Auflösung, einer Aufgabe, Gramm. – Lähmung der Glieder an einer Seite des Leibes, Medic.; auch ψυχῆς, Pol. 31, 8, 10; neben [[μανία]], D. Sic. 4, 3. – Erbrechung einer verbotenen Sache, Sp., vgl. Plut. curios. 8.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de laisser se relâcher, de laisser aller ; <i>fig.</i> divulgation.<br />'''Étymologie:''' [[παραλύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράλυσις''': ἡ, τὸ λύειν ἐκ τοῦ πλαγίου ἢ κρυφίως· τὸ παρανόμως λύειν ἢ ἀνοίγειν, Πλούτ. 2.519C. II. [[ἀδυναμία]] καὶ [[νέκρωσις]] τῶν νεύρων ἐν τοῖς μέλεσι τοῦ ἑτέρου μέρους, [[παράλυσις]], Θεοφρ. Ἀποσπ. 11, Γαλην.· [[καθόλου]], π. τῶν σωμάτων, ἐκ τῆς ἐνεργείας ἰσχυροῦ οἴνου, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 16. 13· τῆς ψυχῆς Πολύβ. 31. 8, 10. ΙΙ. [[διαίρεσις]] (ἐν τῇ γραμματικῇ), κατὰ παράλυσιν Εὐστ. εἰς Διον. Π. 384. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 709-511.
|lstext='''παράλυσις''': ἡ, τὸ λύειν ἐκ τοῦ πλαγίου ἢ κρυφίως· τὸ παρανόμως λύειν ἢ ἀνοίγειν, Πλούτ. 2.519C. II. [[ἀδυναμία]] καὶ [[νέκρωσις]] τῶν νεύρων ἐν τοῖς μέλεσι τοῦ ἑτέρου μέρους, [[παράλυσις]], Θεοφρ. Ἀποσπ. 11, Γαλην.· [[καθόλου]], π. τῶν σωμάτων, ἐκ τῆς ἐνεργείας ἰσχυροῦ οἴνου, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 16. 13· τῆς ψυχῆς Πολύβ. 31. 8, 10. ΙΙ. [[διαίρεσις]] (ἐν τῇ γραμματικῇ), κατὰ παράλυσιν Εὐστ. εἰς Διον. Π. 384. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 709-511.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de laisser se relâcher, de laisser aller ; <i>fig.</i> divulgation.<br />'''Étymologie:''' [[παραλύω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm