Anonymous

πένθος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0555.png Seite 555]] τό (eigtl. = [[πάθος]], vgl. Her. 3, 14), [[Trauer]], Kummer; Hom. u. Hes. oft; Τρῶας δὲ [[κατάκρηθεν]] λάβε [[πένθος]] ἄσχετον, Il. 16, 548; ἔνὶ φρεσὶ [[πένθος]] ἔχειν, Od. 7, 218 u. öfter; τινός, um Einen, 24, 423; Leid, ἔτλαν [[πένθος]] οὐ φατόν, Pind. I. 6, 37; ἐκ μεγάλων πενθέων λυθέντες, 7, 5, öfter; [[ἄστυ]] πένθει δνοφερῷ κατέκρυψας, Aesch. Pers. 528; πολυδάκρυτα πένθη, Ch. 330; ὅσον δ' ἀρεῖσθε [[πένθος]], Soph. O. R. 1225; ἐν πένθ ει εὶναι, trauern, El. 282. 836; auch von Menschen, wie vom Ajas gesagt wird νῦν φίλοις μέγα [[πένθος]] εὕρηται, Ai. 608; [[πένθος]] ἡμῖν ἐστι, Eur. Alc. 821, u. öfter; u. in Prosa: [[πένθος]] μέγα προεθήκαντο, Her. 6, 21; ποιεῖσθαι, 2, 1; ἐν πένθει [[ὄντα]], Plat. Rep. X, 605 D; ἐν ξυμφοραῖς τε καὶ πἑνθεσι, Rep. III, 395 d; Folgde; [[πένθος]] ὀλιγοχρόνιον πεπενθηκώς, Luc. Tyrannic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0555.png Seite 555]] τό (eigtl. = [[πάθος]], vgl. Her. 3, 14), [[Trauer]], Kummer; Hom. u. Hes. oft; Τρῶας δὲ [[κατάκρηθεν]] λάβε [[πένθος]] ἄσχετον, Il. 16, 548; ἔνὶ φρεσὶ [[πένθος]] ἔχειν, Od. 7, 218 u. öfter; τινός, um Einen, 24, 423; Leid, ἔτλαν [[πένθος]] οὐ φατόν, Pind. I. 6, 37; ἐκ μεγάλων πενθέων λυθέντες, 7, 5, öfter; [[ἄστυ]] πένθει δνοφερῷ κατέκρυψας, Aesch. Pers. 528; πολυδάκρυτα πένθη, Ch. 330; ὅσον δ' ἀρεῖσθε [[πένθος]], Soph. O. R. 1225; ἐν πένθ ει εὶναι, trauern, El. 282. 836; auch von Menschen, wie vom Ajas gesagt wird νῦν φίλοις μέγα [[πένθος]] εὕρηται, Ai. 608; [[πένθος]] ἡμῖν ἐστι, Eur. Alc. 821, u. öfter; u. in Prosa: [[πένθος]] μέγα προεθήκαντο, Her. 6, 21; ποιεῖσθαι, 2, 1; ἐν πένθει [[ὄντα]], Plat. Rep. X, 605 D; ἐν ξυμφοραῖς τε καὶ πἑνθεσι, Rep. III, 395 d; Folgde; [[πένθος]] ὀλιγοχρόνιον πεπενθηκώς, Luc. Tyrannic.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> deuil :<br /><b>1</b> douleur, affliction : [[πένθος]] τινός, deuil au sujet de qqn ; [[πένθος]] ἔχειν IL être dans le deuil ; ἐπὶ πένθει PLUT dans le deuil ; τινι [[πένθος]] τιθέναι IL <i>ou</i> παρέχειν ESCHL être cause d'un deuil pour qqn;<br /><b>2</b> cérémonie de deuil, deuil public : [[πένθος]] ποιήσασθαι HDT organiser un deuil de cour;<br /><b>II.</b> malheur, événement douloureux.<br />'''Étymologie:''' R. Παθ, souffrir ; v. [[πάσχω]], [[πάθος]], avec nasalisation ; cf. [[βένθος]] comparé à [[βάθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πένθος''': -εος, τό, [[θλῖψις]] [[λύπη]], Ὅμ., Ἡσ., κτλ.: ἀλλ’ οὐδ’ ὣς ἔχε [[πένθος]] ἐνὶ φρεσὶ Πηνελοποείης, καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ δὲν ᾐσθάνετο λύπην διὰ τὴν Πηνελόπην, Ὀδ. Σ. 324, κτλ.· π. ἄλαστον ἔχειν Ἰλ. Ω. 105· π. λαγχάνειν Σοφ. Ἀποσπ. 587· π. λαμβάνει τινὰ Ἰλ. Π. 548, κτλ.· μέγα π. Ἀχαιΐδα γαῖαν ἱκάνει Α. 254, κτλ.· πενθεῖ δ’ ἀτλήτῳ [[βεβολήατο]] Ι.3· θυμὸς ἐτείρετο π. λυγρῷ Χ. 242, κτλ. 2) ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐξωτερικῶν σημείων θλίψεως, [[πένθος]] διὰ νεκρόν, γονεῦσι [[γόον]] καὶ π. ἔθηκας Ρ. 37· παιδὸς γάρ οἱ ἄλαστον ... π. ἔκειτο Ὀδ. Ω. 423· Σάρδεσιν π. παρασχὼν Αἰσχύλ. Πέρσ. 322· π. οἰκεῖον στένειν Σοφ. Ἀντ. 1249· π. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 1· οὕτω, π. προεθήκαντο 6. 21· π. τίθεται 2. 46· π. τινὸς κοινοῦσθαι Εὐρ. Ἄλκ. 426· ἐν πένθει [[εἶναι]] Σοφ. Ἠλ. 290, 847, Πλάτ., κτλ.· πολὺ π. ἦν κατὰ τὸ [[στρατόπεδον]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 10· π. λιπεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 948, κτλ.· - ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ι. 8(7). 14, Ἀποσπ. 126, Αἰσχύλ. Χο. 334, Πλάτ. Πολ. 395D, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 12, κτλ. ΙΙ. [[δυστύχημα]], [[ἀτύχημα]], π. τινός, κακὴ [[τύχη]] τινός, [[δυστυχία]], Ἡρόδ. 3. 14· ἔτλαν [[πένθος]] οὐ τλατὸν Πίνδ. Ι. 7 (6). 51. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[δυστυχία]], [[ἀθλιότης]], Σοφ. Αἴ. 615· π. ἔδωκε φέρειν, δηλ. τὸ [[σῶμα]]. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 228. (Τύπος [[παράλληλος]] τῇ λέξει [[πάθος]], ὡς τὸ [[βένθος]] τῇ λέξει [[βάθος]]· ἴδε ἐν λ. [[πάσχω]].).
|lstext='''πένθος''': -εος, τό, [[θλῖψις]] [[λύπη]], Ὅμ., Ἡσ., κτλ.: ἀλλ’ οὐδ’ ὣς ἔχε [[πένθος]] ἐνὶ φρεσὶ Πηνελοποείης, καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ δὲν ᾐσθάνετο λύπην διὰ τὴν Πηνελόπην, Ὀδ. Σ. 324, κτλ.· π. ἄλαστον ἔχειν Ἰλ. Ω. 105· π. λαγχάνειν Σοφ. Ἀποσπ. 587· π. λαμβάνει τινὰ Ἰλ. Π. 548, κτλ.· μέγα π. Ἀχαιΐδα γαῖαν ἱκάνει Α. 254, κτλ.· πενθεῖ δ’ ἀτλήτῳ [[βεβολήατο]] Ι.3· θυμὸς ἐτείρετο π. λυγρῷ Χ. 242, κτλ. 2) ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐξωτερικῶν σημείων θλίψεως, [[πένθος]] διὰ νεκρόν, γονεῦσι [[γόον]] καὶ π. ἔθηκας Ρ. 37· παιδὸς γάρ οἱ ἄλαστον ... π. ἔκειτο Ὀδ. Ω. 423· Σάρδεσιν π. παρασχὼν Αἰσχύλ. Πέρσ. 322· π. οἰκεῖον στένειν Σοφ. Ἀντ. 1249· π. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 1· οὕτω, π. προεθήκαντο 6. 21· π. τίθεται 2. 46· π. τινὸς κοινοῦσθαι Εὐρ. Ἄλκ. 426· ἐν πένθει [[εἶναι]] Σοφ. Ἠλ. 290, 847, Πλάτ., κτλ.· πολὺ π. ἦν κατὰ τὸ [[στρατόπεδον]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 10· π. λιπεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 948, κτλ.· - ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ι. 8(7). 14, Ἀποσπ. 126, Αἰσχύλ. Χο. 334, Πλάτ. Πολ. 395D, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 12, κτλ. ΙΙ. [[δυστύχημα]], [[ἀτύχημα]], π. τινός, κακὴ [[τύχη]] τινός, [[δυστυχία]], Ἡρόδ. 3. 14· ἔτλαν [[πένθος]] οὐ τλατὸν Πίνδ. Ι. 7 (6). 51. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[δυστυχία]], [[ἀθλιότης]], Σοφ. Αἴ. 615· π. ἔδωκε φέρειν, δηλ. τὸ [[σῶμα]]. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 228. (Τύπος [[παράλληλος]] τῇ λέξει [[πάθος]], ὡς τὸ [[βένθος]] τῇ λέξει [[βάθος]]· ἴδε ἐν λ. [[πάσχω]].).
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> deuil :<br /><b>1</b> douleur, affliction : [[πένθος]] τινός, deuil au sujet de qqn ; [[πένθος]] ἔχειν IL être dans le deuil ; ἐπὶ πένθει PLUT dans le deuil ; τινι [[πένθος]] τιθέναι IL <i>ou</i> παρέχειν ESCHL être cause d'un deuil pour qqn;<br /><b>2</b> cérémonie de deuil, deuil public : [[πένθος]] ποιήσασθαι HDT organiser un deuil de cour;<br /><b>II.</b> malheur, événement douloureux.<br />'''Étymologie:''' R. Παθ, souffrir ; v. [[πάσχω]], [[πάθος]], avec nasalisation ; cf. [[βένθος]] comparé à [[βάθος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth