3,274,306
edits
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0486.png Seite 486]] (s. [[λαμβάνω]]), [[hinnehmen]]; [[ἔπος]], eine Antwort empfangen, Her. 1, 126; auch mit Gewalt einnehmen, erobern, 7, 211; von Personen Einen zum Gehülfen oder Bundesgenossen annehmen, sich mit ihm verbinden, 7, 106. 150. 168. 9, 1; auch παραλαβεῖν ἐπὶ ξείνια, zur Gastfreundschaft annehmen, 1, 154; αὐτὴν παραλαβὼν ἐπαλλακεύετο, 4, 155; Piat. τόνδε παραληψόμεθα Σωκράτῃ, ᾦ συνδιαπονεῖν μετ' ἐμοῦ τὰ πολλὰ οὐκ ἄηθες, Soph. 218 b; auch μάρτυρας παραλαβών, Dem. 47, 67, Zeugen zuziehen; auch παραληφθῆναι εἰς [[συμπόσιον]], zum Gastmahl zugezogen worden sein, Ael. V. H. 1, 18, wie πρὸς τὰς ἑστιάσεις ἅπαντας παρελάμβανε D. Sic. 2, 24; παρελήφθην πρὸς αὐτόν, Parmenisc. bei Ath. IV, 156 e. Bei den Attikern bes. ein Inventarium [[übernehmen]], Inscr.; vgl. Att. Seew. 3; ähnl. Eur. [[ὅστις]] σε γήμας [[ξένος]] ἐπεισελθὼν πόλιν καὶ [[δῶμα]] καὶ σὴν παραλαβὼν παγκληρίαν, Ion 814; πότερον ὧν κέκτησαι τὰ [[πλείω]] παρέλαβες ἢ ἐπεκτήσω, Plat. Rep. I, 330 a; – von den Vorfahren [[überkommen]], du Reh Überlieferung erhalten, παρὰ τῶν Πελασγῶν Σαμοθρήϊκες τὰ [[ὄργια]] παραλαμβάνουσι, Her. 2, 51. 5, 95. 2, 148; οὓς νόμους παρὰ τῶν προγόνων παρέλαβον, Isocr. 8, 102; – durch Hörensagen wissen, παραλαμβάνοντες περὶ αὐτοῦ τὴν ἐν ταῖς πολεμικοῖς ἐμπειρίαν, Pol. 12, 22, 5, öfter; ähnlich Thuc. τὰ περὶ Ἀλκμαίωνα τοιαῦτα λεγόμενα παρελάβομεν, 2, 102. – Auch [[lernen]], ταύτην τὴν σοφίαν παρὰ Δάμωνος παρείληφεν, Plat. Lach. 197 d, wie Euthyd. 304 c; Plut. Alex. 7 u. a. Sp. – Dah. auf sich nehmen, [[übernehmen]], τὰ παραλαμβανόμενα, das übernommene Geschäft, Her. 1, 38; ἔμελλε τὴν βασιληΐην παραλάμψεσθαι, 2, 120; [[ἀρχήν]], Plat. Legg. III, 698 e; ἤν πως παραλαβεῖν τῆς πόλεως τὰ πράγματα δυνώμεθα, Ar. Eccl. 106, wie τῆς πόλεως τὰς ἡνίας 466; Sp., wie Plut. Alc. 26, ἐπεὶ παρέλαβον τὰ πράγματα οἱ [[πεντακισχίλιοι]], die Regierung übernehmen; auch sonst, = übernehmen, Ar. Equ. 344; vgl. Aesch. 1, 63; τοὺς παῖδας, die Kinder zum Erziehen übernehmen, Plat. Rep. VII, 541 a; – τὸ [[βιβλίον]], in die Hand nehmen, Plat. Phaedr. 228 b; – [[auffangen]], Her. 4, 203; παραλαβὼν τὸν λόγον, die Rede aufnehmen, Pol. 33, 16, 9; παραλαβόντες ἐπὶ βραχύ, in Kurzem zusammenfassen, 6, 58, 1; gefangen nehmen, 3, 69, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0486.png Seite 486]] (s. [[λαμβάνω]]), [[hinnehmen]]; [[ἔπος]], eine Antwort empfangen, Her. 1, 126; auch mit Gewalt einnehmen, erobern, 7, 211; von Personen Einen zum Gehülfen oder Bundesgenossen annehmen, sich mit ihm verbinden, 7, 106. 150. 168. 9, 1; auch παραλαβεῖν ἐπὶ ξείνια, zur Gastfreundschaft annehmen, 1, 154; αὐτὴν παραλαβὼν ἐπαλλακεύετο, 4, 155; Piat. τόνδε παραληψόμεθα Σωκράτῃ, ᾦ συνδιαπονεῖν μετ' ἐμοῦ τὰ πολλὰ οὐκ ἄηθες, Soph. 218 b; auch μάρτυρας παραλαβών, Dem. 47, 67, Zeugen zuziehen; auch παραληφθῆναι εἰς [[συμπόσιον]], zum Gastmahl zugezogen worden sein, Ael. V. H. 1, 18, wie πρὸς τὰς ἑστιάσεις ἅπαντας παρελάμβανε D. Sic. 2, 24; παρελήφθην πρὸς αὐτόν, Parmenisc. bei Ath. IV, 156 e. Bei den Attikern bes. ein Inventarium [[übernehmen]], Inscr.; vgl. Att. Seew. 3; ähnl. Eur. [[ὅστις]] σε γήμας [[ξένος]] ἐπεισελθὼν πόλιν καὶ [[δῶμα]] καὶ σὴν παραλαβὼν παγκληρίαν, Ion 814; πότερον ὧν κέκτησαι τὰ [[πλείω]] παρέλαβες ἢ ἐπεκτήσω, Plat. Rep. I, 330 a; – von den Vorfahren [[überkommen]], du Reh Überlieferung erhalten, παρὰ τῶν Πελασγῶν Σαμοθρήϊκες τὰ [[ὄργια]] παραλαμβάνουσι, Her. 2, 51. 5, 95. 2, 148; οὓς νόμους παρὰ τῶν προγόνων παρέλαβον, Isocr. 8, 102; – durch Hörensagen wissen, παραλαμβάνοντες περὶ αὐτοῦ τὴν ἐν ταῖς πολεμικοῖς ἐμπειρίαν, Pol. 12, 22, 5, öfter; ähnlich Thuc. τὰ περὶ Ἀλκμαίωνα τοιαῦτα λεγόμενα παρελάβομεν, 2, 102. – Auch [[lernen]], ταύτην τὴν σοφίαν παρὰ Δάμωνος παρείληφεν, Plat. Lach. 197 d, wie Euthyd. 304 c; Plut. Alex. 7 u. a. Sp. – Dah. auf sich nehmen, [[übernehmen]], τὰ παραλαμβανόμενα, das übernommene Geschäft, Her. 1, 38; ἔμελλε τὴν βασιληΐην παραλάμψεσθαι, 2, 120; [[ἀρχήν]], Plat. Legg. III, 698 e; ἤν πως παραλαβεῖν τῆς πόλεως τὰ πράγματα δυνώμεθα, Ar. Eccl. 106, wie τῆς πόλεως τὰς ἡνίας 466; Sp., wie Plut. Alc. 26, ἐπεὶ παρέλαβον τὰ πράγματα οἱ [[πεντακισχίλιοι]], die Regierung übernehmen; auch sonst, = übernehmen, Ar. Equ. 344; vgl. Aesch. 1, 63; τοὺς παῖδας, die Kinder zum Erziehen übernehmen, Plat. Rep. VII, 541 a; – τὸ [[βιβλίον]], in die Hand nehmen, Plat. Phaedr. 228 b; – [[auffangen]], Her. 4, 203; παραλαβὼν τὸν λόγον, die Rede aufnehmen, Pol. 33, 16, 9; παραλαβόντες ἐπὶ βραχύ, in Kurzem zusammenfassen, 6, 58, 1; gefangen nehmen, 3, 69, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> παραλήψομαι, <i>ao.2</i> παρέλαβον, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> prendre près de soi <i>ou</i> avec soi, acc.;<br /><b>II.</b> recevoir, <i>d'où</i><br /><b>1</b> accueillir : τινα qqn;<br /><b>2</b> trouver à son arrivée : τινα qqn;<br /><b>III.</b> recevoir de qqn :<br /><b>1</b> par héritage <i>ou</i> transmission, acc. : τὴν βασιληΐην HDT la royauté ; <i>en parl. de lois, d'usage, de coutumes</i> ; [[ἔπος]] HDT recevoir une parole en réponse, recevoir une réponse;<br /><b>2</b> par ouï-dire, entendre parler de : [[τι]] [[περί]] τινα entendre dire qch au sujet de qqn, recueillir un jugement, une opinion, un bruit sur qqn;<br /><b>3</b> apprendre, recevoir un enseignement : [[παρά]] τινος de qqn;<br /><b>IV.</b> prendre sur soi, se charger de : τὰ πράγματα de la direction des affaires ; τοὺς παῖδας PLAT de l'éducation des enfants;<br /><b>V.</b> s'emparer de : τινα de qqn ; οὐδὲν τῆς ἐσόδου HDT ne pouvoir s'emparer du défilé.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[λαμβάνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, Ἰων. -[[λάμψομαι]]. Λαμβάνω [[παρά]] τινος, καὶ [[εἶναι]], ὡς τὸ [[παραδέχομαι]], ἀντίστοιχον τῷ [[παραδίδωμι]], ἐπὶ προσώπων διαδεχομένων [[ἀρχήν]] τινα, π. τὴν βασιληίην Ἡρόδ. 2. 120· τὴν βασιλείαν παρὰ τοῦ πατρὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 1· οὕτω, τοῖς παραλαμβάνουσι (ἐξυπακ. τὴν βασιλείαν), τοῖς διαδόχοις, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12· [[ὡσαύτως]], π. τὴν ἀρχὴν Πλάτ. Νόμ. 698Ε τῆς πόλεως τὰ πράγματα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 107· τὴν ἐπιμέλειάν τινος Αἰσχίν. 20. 13· τὴν τριηραρχίαν Δημ. 1148. 21· οὕτω, π. πόλιν ἀνάστατον Ἀνδοκ. 14. 35, πρβλ. Θουκ. 1. 9, κτλ.· π. νόμον, ἀντίθετον τῷ τιθέναι, Θουκ. 5. 105, πρβλ. Ἰσοκρ. 180Α· ἐπὶ τελετῶν καὶ ἐθίμων κατὰ κληρονομίαν ληφθέντων, Ἡρόδ. 2. 51· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων λαμβανόντων τι διὰ κληρονομίας, Εὐρ. Ἴων. 814, Λυσ. 116. 31· παρὰ τοῦ πατρὸς πολλὴν οὐσίαν π. Δημ. 565. 21· ἀντίθετον τῷ ἐπικτᾶσθαι, Πλάτ. Πολ. 330Α· π. ἀράς, κληρονομεῖν κατάρας, Εὐρ. Φοίν. 1611· ― ἐπὶ ὑπαλλήλων, [[δέχομαι]] πράγματα ὡς ὑπάρχουσιν ἐγγεγραμμένα ἐν καταλόγῳ παρὰ τοῦ προκατόχου μου, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 53., 145, 146, κ. ἀλλ.· τὰ μὲν παρειληφότα τὰ δ’ αὐτὸν εὑρηκότα Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 208. 2) [[ἀναλαμβάνω]], [[ἀναδέχομαι]], πρᾶγμά τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 344· τὰ παραλαμβανόμενα, ἐπιχειρήσεις, Ἡρόδ. 1. 38· [[λαμβάνω]] τι μετ’ ἐμοῦ καὶ χρῶμαι αὐτῷ, παραλαμβάνειν ἐν ταῖς μάχαις τὸν θυμὸν Πλούτ. 2. 988Ε· καὶ ἐν τῷ παθητ., παραλαμβανόμενοι πρὸς τὴν σύστασιν τῆς ψυχῆς [[αὐτόθι]] 10. 7D. 3) [[λαμβάνω]], [[καταλαμβάνω]] τι ὡς ἐγγύησιν, Ἡρόδ. 3. 136· [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] διὰ τῆς βίας ἢ διὰ προδοσίας, [[καταλαμβάνω]], [[λαμβάνω]] ὑπὸ τὴν κατοχήν μου, οὐδὲν ἐδυνέατο π. τῆς ἐσόδου ὁ αὐτ. 7. 211, πρβλ. Ἀνδοκ. 28, 23· τὰς [[ναῦς]] παραλαβόντες Θουκ. 1. 19., 4. 16· παραλ. τὰ πράγματα, [[λαμβάνω]] αὐτὰ ὑπὸ τὴν διοίκησίν μου, Πλουτ. Ἀλκιβ. 26· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πιάνω, κρατῶ ἀπό..., παραλαμβανόμενος γὰρ [[ἄκρων]] τοῦ ἀνταγωνιζομένου τῶν χειρῶν ἔκλα Παυσ. 6. 4, 1. 4) [[λαμβάνω]] ἐξ ἀκοῆς ἢ ἀπὸ φήμης, ἐξακριβώνω, Ἡρόδ. 2. 19· π. τὴν ἀλήθειαν 1. 55· π. ἀκοῇ 2. 148· π. τὰ [[περί]] τι λεγόμενα Θουκ. 2. 102· τι [[περί]] τινος Πολύβ. 12. 22, 5· [[λαμβάνω]] ἢ [[δέχομαι]] (ὡς ἀντικαταστάτην ἢ ἰσοδύναμον), τὸν ἀριθμὸν ἀντὶ τοῦ νοῦ π. Πλούτ. 2. 898Β· ([[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ὑμέτερον ἀντὶ τοῦ ὑμεῖς παρείληπται Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 14 ἐν τέλ.)· [[δέχομαι]] ὡς [[μάθημα]], [[μανθάνω]], σοφίαν [[παρά]] τινος Πλάτ. Λάχ. 197D. ― Παθητ., [[γίνομαι]] [[δεκτός]], μὲ παραδέχεταί τις, τὰ παρειλημμένα, τὰ παραδεδεγμένα δόγματα, αἱ ἐκ παραδόσεως διδασκαλίαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 1· οἱ π. μῦθοι ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 14, 10· λόγοι [[ἔνιοι]] π. ὡς Ἀριστογείτονος Πλούτ. 2. 850Ε. 5) [[ἀναλαμβάνω]], [[λαμβάνω]], «πέρνω», τὸ [[οὔνομα]] τοῦτο Ἡρόδ. 1. 121, πρβλ. 126· τὸν λόγον Πολύβ. 33. 16, 9· παραλαβόντες ἐπὶ βραχύ, μνημονεύσαντες διὰ βραχέων, ὁ αὐτ. 6. 58, 1. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπου, [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτόν, [[προσλαμβάνω]] ὡς σύζυγον ἢ παλλακήν, Ἡρόδ. 4. 155, Ξεν. Οἰκ. 7. 6· ὡς εἰσποιητὸν [[υἱόν]], Ἡρόδ. 1. 113· ὡς ἑταῖρον, βοηθὸν ἢ σύμμαχον, ὁ αὐτ. 1. 76., 2. 121, 4, Θουκ. 1. 111, κτλ.· παραλαμβάνων [[ἄλλος]] ἄλλον ἐπ’ ἄλλου… χρείᾳ Πλάτ. Πολ. 369Β συμβούλους π. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 3, 10· ὡς μαθητήν, Πλάτ. Ἀπολ. 18Β, Πολ. 460Β, Ἀλκ. 1. 121Ε· ― π. μάρτυρα, [[προσάγω]] ὡς μάρτυρα, Δημ. 1159. 27· πρβλ. [[παραληπτέον]]. 2) [[λαμβάνω]] μετ’ ἐμοῦ, προσκαλῶ, ἐπὶ ξείνια· Ἡρόδ. 4. 154· ἐπὶ [[δεῖπνον]] Ἀλκίφρων 3. 46· ἐφ’ ἑστίασιν Πλούτ. 2. 40Β· εἰς τὸ [[συσσίτιον]] ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 20· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 461D· παραληφθῆναι [[πρός]] τινα Παρμενίσκ. παρ’ Ἀθην. 156Ε. 3) [[περιμένω]], [[ἐκδέχομαι]], [[εὑρίσκω]], Λατ. excipere, Ἡρόδ. 4. 203· π. τοὺς Σπαρτιάτας [[οἴκοι]] σκηνοῦντας Ξεν. Λάκ. 5, 2, πρβλ. Ἀν. 7. 7, 47. 4) [[αἰχμαλωτίζω]], Πολύβ. 3. 69, 2. | |lstext='''παραλαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, Ἰων. -[[λάμψομαι]]. Λαμβάνω [[παρά]] τινος, καὶ [[εἶναι]], ὡς τὸ [[παραδέχομαι]], ἀντίστοιχον τῷ [[παραδίδωμι]], ἐπὶ προσώπων διαδεχομένων [[ἀρχήν]] τινα, π. τὴν βασιληίην Ἡρόδ. 2. 120· τὴν βασιλείαν παρὰ τοῦ πατρὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 1· οὕτω, τοῖς παραλαμβάνουσι (ἐξυπακ. τὴν βασιλείαν), τοῖς διαδόχοις, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12· [[ὡσαύτως]], π. τὴν ἀρχὴν Πλάτ. Νόμ. 698Ε τῆς πόλεως τὰ πράγματα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 107· τὴν ἐπιμέλειάν τινος Αἰσχίν. 20. 13· τὴν τριηραρχίαν Δημ. 1148. 21· οὕτω, π. πόλιν ἀνάστατον Ἀνδοκ. 14. 35, πρβλ. Θουκ. 1. 9, κτλ.· π. νόμον, ἀντίθετον τῷ τιθέναι, Θουκ. 5. 105, πρβλ. Ἰσοκρ. 180Α· ἐπὶ τελετῶν καὶ ἐθίμων κατὰ κληρονομίαν ληφθέντων, Ἡρόδ. 2. 51· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων λαμβανόντων τι διὰ κληρονομίας, Εὐρ. Ἴων. 814, Λυσ. 116. 31· παρὰ τοῦ πατρὸς πολλὴν οὐσίαν π. Δημ. 565. 21· ἀντίθετον τῷ ἐπικτᾶσθαι, Πλάτ. Πολ. 330Α· π. ἀράς, κληρονομεῖν κατάρας, Εὐρ. Φοίν. 1611· ― ἐπὶ ὑπαλλήλων, [[δέχομαι]] πράγματα ὡς ὑπάρχουσιν ἐγγεγραμμένα ἐν καταλόγῳ παρὰ τοῦ προκατόχου μου, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 53., 145, 146, κ. ἀλλ.· τὰ μὲν παρειληφότα τὰ δ’ αὐτὸν εὑρηκότα Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 208. 2) [[ἀναλαμβάνω]], [[ἀναδέχομαι]], πρᾶγμά τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 344· τὰ παραλαμβανόμενα, ἐπιχειρήσεις, Ἡρόδ. 1. 38· [[λαμβάνω]] τι μετ’ ἐμοῦ καὶ χρῶμαι αὐτῷ, παραλαμβάνειν ἐν ταῖς μάχαις τὸν θυμὸν Πλούτ. 2. 988Ε· καὶ ἐν τῷ παθητ., παραλαμβανόμενοι πρὸς τὴν σύστασιν τῆς ψυχῆς [[αὐτόθι]] 10. 7D. 3) [[λαμβάνω]], [[καταλαμβάνω]] τι ὡς ἐγγύησιν, Ἡρόδ. 3. 136· [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] διὰ τῆς βίας ἢ διὰ προδοσίας, [[καταλαμβάνω]], [[λαμβάνω]] ὑπὸ τὴν κατοχήν μου, οὐδὲν ἐδυνέατο π. τῆς ἐσόδου ὁ αὐτ. 7. 211, πρβλ. Ἀνδοκ. 28, 23· τὰς [[ναῦς]] παραλαβόντες Θουκ. 1. 19., 4. 16· παραλ. τὰ πράγματα, [[λαμβάνω]] αὐτὰ ὑπὸ τὴν διοίκησίν μου, Πλουτ. Ἀλκιβ. 26· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πιάνω, κρατῶ ἀπό..., παραλαμβανόμενος γὰρ [[ἄκρων]] τοῦ ἀνταγωνιζομένου τῶν χειρῶν ἔκλα Παυσ. 6. 4, 1. 4) [[λαμβάνω]] ἐξ ἀκοῆς ἢ ἀπὸ φήμης, ἐξακριβώνω, Ἡρόδ. 2. 19· π. τὴν ἀλήθειαν 1. 55· π. ἀκοῇ 2. 148· π. τὰ [[περί]] τι λεγόμενα Θουκ. 2. 102· τι [[περί]] τινος Πολύβ. 12. 22, 5· [[λαμβάνω]] ἢ [[δέχομαι]] (ὡς ἀντικαταστάτην ἢ ἰσοδύναμον), τὸν ἀριθμὸν ἀντὶ τοῦ νοῦ π. Πλούτ. 2. 898Β· ([[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ὑμέτερον ἀντὶ τοῦ ὑμεῖς παρείληπται Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 14 ἐν τέλ.)· [[δέχομαι]] ὡς [[μάθημα]], [[μανθάνω]], σοφίαν [[παρά]] τινος Πλάτ. Λάχ. 197D. ― Παθητ., [[γίνομαι]] [[δεκτός]], μὲ παραδέχεταί τις, τὰ παρειλημμένα, τὰ παραδεδεγμένα δόγματα, αἱ ἐκ παραδόσεως διδασκαλίαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 1· οἱ π. μῦθοι ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 14, 10· λόγοι [[ἔνιοι]] π. ὡς Ἀριστογείτονος Πλούτ. 2. 850Ε. 5) [[ἀναλαμβάνω]], [[λαμβάνω]], «πέρνω», τὸ [[οὔνομα]] τοῦτο Ἡρόδ. 1. 121, πρβλ. 126· τὸν λόγον Πολύβ. 33. 16, 9· παραλαβόντες ἐπὶ βραχύ, μνημονεύσαντες διὰ βραχέων, ὁ αὐτ. 6. 58, 1. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπου, [[λαμβάνω]] δι’ ἐμαυτόν, [[προσλαμβάνω]] ὡς σύζυγον ἢ παλλακήν, Ἡρόδ. 4. 155, Ξεν. Οἰκ. 7. 6· ὡς εἰσποιητὸν [[υἱόν]], Ἡρόδ. 1. 113· ὡς ἑταῖρον, βοηθὸν ἢ σύμμαχον, ὁ αὐτ. 1. 76., 2. 121, 4, Θουκ. 1. 111, κτλ.· παραλαμβάνων [[ἄλλος]] ἄλλον ἐπ’ ἄλλου… χρείᾳ Πλάτ. Πολ. 369Β συμβούλους π. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 3, 10· ὡς μαθητήν, Πλάτ. Ἀπολ. 18Β, Πολ. 460Β, Ἀλκ. 1. 121Ε· ― π. μάρτυρα, [[προσάγω]] ὡς μάρτυρα, Δημ. 1159. 27· πρβλ. [[παραληπτέον]]. 2) [[λαμβάνω]] μετ’ ἐμοῦ, προσκαλῶ, ἐπὶ ξείνια· Ἡρόδ. 4. 154· ἐπὶ [[δεῖπνον]] Ἀλκίφρων 3. 46· ἐφ’ ἑστίασιν Πλούτ. 2. 40Β· εἰς τὸ [[συσσίτιον]] ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 20· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 461D· παραληφθῆναι [[πρός]] τινα Παρμενίσκ. παρ’ Ἀθην. 156Ε. 3) [[περιμένω]], [[ἐκδέχομαι]], [[εὑρίσκω]], Λατ. excipere, Ἡρόδ. 4. 203· π. τοὺς Σπαρτιάτας [[οἴκοι]] σκηνοῦντας Ξεν. Λάκ. 5, 2, πρβλ. Ἀν. 7. 7, 47. 4) [[αἰχμαλωτίζω]], Πολύβ. 3. 69, 2. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |