Anonymous

περιβλέπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0570.png Seite 570]] ringsumher blicken, umherschauen, sich nach Etwas umsehen; οὐδὲ τοὔνδικον περιβλέποις ἄν, Soph. O. C. 1000, Rücksicht nehmen darauf; vgl. Xen. Cyr. 5, 1, 4; πρὸς τοὺς παρόντας, Plat. Eryx. 395 c; öfter bei Sp., τόπον, ihn suchen, Pol. 5, 20, 5; auch med., περιεβλέπετο τὸν ποιμένα, 9, 17, 6; pass., neben τιμᾶσθαι, von Allen rings angeschau't werden, 4, 62, 4; vgl. Eur. Phoen. 551 u. Ael. H. A. 6, 1, u. s. [[περίβλεπτος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0570.png Seite 570]] ringsumher blicken, umherschauen, sich nach Etwas umsehen; οὐδὲ τοὔνδικον περιβλέποις ἄν, Soph. O. C. 1000, Rücksicht nehmen darauf; vgl. Xen. Cyr. 5, 1, 4; πρὸς τοὺς παρόντας, Plat. Eryx. 395 c; öfter bei Sp., τόπον, ihn suchen, Pol. 5, 20, 5; auch med., περιεβλέπετο τὸν ποιμένα, 9, 17, 6; pass., neben τιμᾶσθαι, von Allen rings angeschau't werden, 4, 62, 4; vgl. Eur. Phoen. 551 u. Ael. H. A. 6, 1, u. s. [[περίβλεπτος]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> regarder tout autour, acc.;<br /><b>2</b> porter ses regards tout autour, de l'un à l'autre : τινά, sur qqn;<br /><b>3</b> chercher des yeux de tous côtés, acc. ; <i>fig.</i> περιβλέπειν [[τοὔνδικον]] SOPH avoir égard à la justice;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιβλέπομαι chercher du regard de tous côtés, acc. ; <i>fig.</i> aspirer à, convoiter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[βλέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιβλέπω''': ἀμεταβ., [[βλέπω]] [[πέριξ]], ὁλόγυρα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 403· πρὸς τοὺς παρόντας Πλάτ. Ἐρυξ. 395C· [[μηδαμοῖ]] Ξεν. Λακ. 3. 4· πάντῃ Λουκ., κλ.· ― ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[βλέπω]] περὶ ἐμαυτόν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 14, 3. ΙΙ. μεταβ., [[βλέπω]] ὁλόγυρα [[πρός]]., πάντας Ξεν. Κύρ. 5. 1, 4· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ’ ὀργῆς... λέγει τῷ ἀνθρώπῳ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. γϳ, 5. 2) ἐπιζητῶ ἢ ἐπιδιώκω τι, ἐπιθυμῶ δι’ ἐμαυτόν, ἀρχὴν Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 7· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 55. 3) [[βλέπω]] ὁλόγυρα ζητῶν τινα, ἀναζητῶ, τινὰ ἢ τι Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Πολύβ. 5. 20, 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 9. 17, 6. 4) [[βλέπω]] μετὰ θαυμασμοῦ τινα, [[προσβλέπω]], [[σέβομαι]], π. τοὔνδικον Σοφ. Ο. Κ. 996· δεδοικὼς καὶ περιβλέπων βίαν, ὑποπτεύων βίαν, Εὐρ. Ἴων. 624. ― Παθ., περιβλέπεσθαι τίμιον, Λατ. digito monstrari, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 551· πρβλ. [[περίβλεπτος]].
|lstext='''περιβλέπω''': ἀμεταβ., [[βλέπω]] [[πέριξ]], ὁλόγυρα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 403· πρὸς τοὺς παρόντας Πλάτ. Ἐρυξ. 395C· [[μηδαμοῖ]] Ξεν. Λακ. 3. 4· πάντῃ Λουκ., κλ.· ― ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[βλέπω]] περὶ ἐμαυτόν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 14, 3. ΙΙ. μεταβ., [[βλέπω]] ὁλόγυρα [[πρός]]., πάντας Ξεν. Κύρ. 5. 1, 4· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ’ ὀργῆς... λέγει τῷ ἀνθρώπῳ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. γϳ, 5. 2) ἐπιζητῶ ἢ ἐπιδιώκω τι, ἐπιθυμῶ δι’ ἐμαυτόν, ἀρχὴν Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 7· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 55. 3) [[βλέπω]] ὁλόγυρα ζητῶν τινα, ἀναζητῶ, τινὰ ἢ τι Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Πολύβ. 5. 20, 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 9. 17, 6. 4) [[βλέπω]] μετὰ θαυμασμοῦ τινα, [[προσβλέπω]], [[σέβομαι]], π. τοὔνδικον Σοφ. Ο. Κ. 996· δεδοικὼς καὶ περιβλέπων βίαν, ὑποπτεύων βίαν, Εὐρ. Ἴων. 624. ― Παθ., περιβλέπεσθαι τίμιον, Λατ. digito monstrari, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 551· πρβλ. [[περίβλεπτος]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> regarder tout autour, acc.;<br /><b>2</b> porter ses regards tout autour, de l'un à l'autre : τινά, sur qqn;<br /><b>3</b> chercher des yeux de tous côtés, acc. ; <i>fig.</i> περιβλέπειν [[τοὔνδικον]] SOPH avoir égard à la justice;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιβλέπομαι chercher du regard de tous côtés, acc. ; <i>fig.</i> aspirer à, convoiter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[βλέπω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR