Anonymous

πληκτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] 1) zum Schlagen, Streiten geschickt, geneigt; [[θήρα]], mit Schlagen ausgeführt, Plat. Soph. 200 c, u. öfter; φιλολοίδορον [[μᾶλλον]] καὶ πληκτικώτερον, Arist. H. A. 9, 1. – 2) übertr. was schlagend auf die Sinne wirkt, betäubend, eben so was schlagend auf den Verstand wirkt, treffend, überzeugend, Sp., wie Plut. u. oft S. Emp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] 1) zum Schlagen, Streiten geschickt, geneigt; [[θήρα]], mit Schlagen ausgeführt, Plat. Soph. 200 c, u. öfter; φιλολοίδορον [[μᾶλλον]] καὶ πληκτικώτερον, Arist. H. A. 9, 1. – 2) übertr. was schlagend auf die Sinne wirkt, betäubend, eben so was schlagend auf den Verstand wirkt, treffend, überzeugend, Sp., wie Plut. u. oft S. Emp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui frappe les sens (vin, odeur, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> frappant, qui fait impression.<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πληκτικός''': -ή, -όν, ([[πλήσσω]]) ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς πλῆξιν ἢ [[κτύπημα]], πλ. [[θήρα]], ἡ διὰ κάμακος [[ἁλιεία]], Πλάτ. Σοφ. 200C· [[οὕτως]], ἡ πληκτική, τὸ πληκτικὸν [[αὐτόθι]] 220Ε, 221Β. 2) ἕτοιμος νὰ πλήξῃ, πλ. ὁ [[σκορπίος]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 312· γυνὴ ἀνδρός... πληκτικώτερον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1. 7. ΙΙ. μεταφ., ὁ προσβάλλων τὰς αἰσθήσεις, ὡς καὶ νῦν, τῇ ὀσμῇ πληκτικὸν Διοσκ. 1. 14· πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 125· τὸ πληκτικόν, τὸ πλῆξιν προξενοῦν, (ἴδε [[πληκτίζομαι]] ἐν τέλει). ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐπενεργείας ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 70, 240, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Ulpian. εἰς Δημ. 474. 1. ὑπερθ. -ώτατα, Φίλων 881D.
|lstext='''πληκτικός''': -ή, -όν, ([[πλήσσω]]) ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς πλῆξιν ἢ [[κτύπημα]], πλ. [[θήρα]], ἡ διὰ κάμακος [[ἁλιεία]], Πλάτ. Σοφ. 200C· [[οὕτως]], ἡ πληκτική, τὸ πληκτικὸν [[αὐτόθι]] 220Ε, 221Β. 2) ἕτοιμος νὰ πλήξῃ, πλ. ὁ [[σκορπίος]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 312· γυνὴ ἀνδρός... πληκτικώτερον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1. 7. ΙΙ. μεταφ., ὁ προσβάλλων τὰς αἰσθήσεις, ὡς καὶ νῦν, τῇ ὀσμῇ πληκτικὸν Διοσκ. 1. 14· πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 125· τὸ πληκτικόν, τὸ πλῆξιν προξενοῦν, (ἴδε [[πληκτίζομαι]] ἐν τέλει). ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐπενεργείας ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 70, 240, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Ulpian. εἰς Δημ. 474. 1. ὑπερθ. -ώτατα, Φίλων 881D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui frappe les sens (vin, odeur, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> frappant, qui fait impression.<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml