Anonymous

πολέμαρχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] ὁ, 1) der Anführer im Kriege, Feldherr; Ἀχαιῶν πολέμ. [[ἀνήρ]], Aesch. Ch. 1068; Spt. 810. – In Sparta der Vorsteher, Anführer einer [[μόρα]], Her. 7, 173; also = μοραγός, Thuc. 5, 66 Xen. Hell. 4, 4, 7. 5, 8. – 2) in Athen einer der 9 Archonten, der dritte, der ursprünglich im Kriege Oberfeldherr, im Frieden Kriegsminister war und über die Rechtshändel mit und zwischen den Fremden und μέτοικοι als Richter zu entscheiden hatte, Her. 6, 109 u. Folgde. – In ätolischen Städten eine Art Polizeibehörde, Pol. 4, 18, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] ὁ, 1) der Anführer im Kriege, Feldherr; Ἀχαιῶν πολέμ. [[ἀνήρ]], Aesch. Ch. 1068; Spt. 810. – In Sparta der Vorsteher, Anführer einer [[μόρα]], Her. 7, 173; also = μοραγός, Thuc. 5, 66 Xen. Hell. 4, 4, 7. 5, 8. – 2) in Athen einer der 9 Archonten, der dritte, der ursprünglich im Kriege Oberfeldherr, im Frieden Kriegsminister war und über die Rechtshändel mit und zwischen den Fremden und μέτοικοι als Richter zu entscheiden hatte, Her. 6, 109 u. Folgde. – In ätolischen Städten eine Art Polizeibehörde, Pol. 4, 18, 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> chef d'une armée <i>ou</i> d'une expédition militaire;<br /><b>II.</b> polémarque :<br /><b>1</b> <i>à Athènes</i>, le troisième des neuf archontes, <i>primit.</i> sorte de ministre de la guerre <i>ou</i> de général en chef ; <i>postér.</i> président du tribunal où se jugeaient les affaires des métèques;<br /><b>2</b> <i>à Lacédémone</i>, commandant d'une [[μόρα]] (corps de 400 hommes);<br /><b>3</b> <i>à Thèbes</i>, une sorte de ministre de la guerre, après le Béotarque;<br /><b>4</b> dans certaines Cités, équivalent du stratège athénien.<br />'''Étymologie:''' [[πόλεμος]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολέμαρχος''': ὁ, ὁ ἀρχίζων τὸν πόλεμον ἢ διευθύνων αὐτόν, [[ἀρχηγός]], ἄρχων, [[ἡγεμών]], Ἀχαιῶν Αἰσχύλ. Χο. 1072, πρβλ. Θήβ. 828. ΙΙ. [[ὄνομα]] ἀνωτέρου ἄρχοντος ἐν πολλαῖς τῶν Ἑλληνικῶν [[πόλεων]]· 1) ἐν Ἀθήναις ὁ [[τρίτος]] ἄρχων, [[ὅστις]] προΐστατο τοῦ δικαστηρίου ἐν ᾧ ἐδικάζοντο οἱ μέτοικοι. Ἀριστοφ. Σφ. 1042· ὠφληκέναι παρὰ τῷ π., ἐν τῷ δικαστηρίῳ [[αὐτοῦ]], Λυσίας 166. 33· ― ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ὑπηρέτει ὡς [[ἀνώτατος]] στρατηγὸς ἐν ἐκστρατείᾳ, καὶ ἐν Μαραθῶνι εὑρίσκομεν τὸν πολέμαρχον προεδρεύοντα τοῦ πολεμικοῦ συμβουλίου, Ἡρόδ. 6. 109. 2) ἐν Σπάρτῃ, = μορᾱγός, οἱονεὶ διοικητὴς ταξιαρχίας, Ἡρόδ. 7. 173, πρβλ. Θουκ. 5. 66, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 7, καὶ 5. 7. κτλ. 3) ἐν Θήβαις ἐκαλοῦντο [[οὕτως]] ἄρχοντες ἀμέσως κατώτεροι τῶν Βοιωταρχῶν, ἀνώτατοι δὲ εἰς πολεμικὰ πράγματα, [[αὐτόθι]] 5. 4, 2 κἑξ., Συλλ. Ἐπιγρ. 4569, 23, 1570, 21, κ. ἀλλ.· μνημονεύονται δὲ [[τρεῖς]] παρὰ τῷ Keil. ἐν Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ΙΙ. 3, ΙΙΙ. 10. 4) ὁμοίως ἐν Μαντινείᾳ καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσι, Θουκ. 5. 47, Πολύβ. 4. 18, 2, κτλ. 5) [[ἁπλῶς]], [[ἡγεμών]], ἄρχων, [[ἀρχηγός]], σὺν ἐφήβων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1060.
|lstext='''πολέμαρχος''': ὁ, ὁ ἀρχίζων τὸν πόλεμον ἢ διευθύνων αὐτόν, [[ἀρχηγός]], ἄρχων, [[ἡγεμών]], Ἀχαιῶν Αἰσχύλ. Χο. 1072, πρβλ. Θήβ. 828. ΙΙ. [[ὄνομα]] ἀνωτέρου ἄρχοντος ἐν πολλαῖς τῶν Ἑλληνικῶν [[πόλεων]]· 1) ἐν Ἀθήναις ὁ [[τρίτος]] ἄρχων, [[ὅστις]] προΐστατο τοῦ δικαστηρίου ἐν ᾧ ἐδικάζοντο οἱ μέτοικοι. Ἀριστοφ. Σφ. 1042· ὠφληκέναι παρὰ τῷ π., ἐν τῷ δικαστηρίῳ [[αὐτοῦ]], Λυσίας 166. 33· ― ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ὑπηρέτει ὡς [[ἀνώτατος]] στρατηγὸς ἐν ἐκστρατείᾳ, καὶ ἐν Μαραθῶνι εὑρίσκομεν τὸν πολέμαρχον προεδρεύοντα τοῦ πολεμικοῦ συμβουλίου, Ἡρόδ. 6. 109. 2) ἐν Σπάρτῃ, = μορᾱγός, οἱονεὶ διοικητὴς ταξιαρχίας, Ἡρόδ. 7. 173, πρβλ. Θουκ. 5. 66, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 7, καὶ 5. 7. κτλ. 3) ἐν Θήβαις ἐκαλοῦντο [[οὕτως]] ἄρχοντες ἀμέσως κατώτεροι τῶν Βοιωταρχῶν, ἀνώτατοι δὲ εἰς πολεμικὰ πράγματα, [[αὐτόθι]] 5. 4, 2 κἑξ., Συλλ. Ἐπιγρ. 4569, 23, 1570, 21, κ. ἀλλ.· μνημονεύονται δὲ [[τρεῖς]] παρὰ τῷ Keil. ἐν Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ΙΙ. 3, ΙΙΙ. 10. 4) ὁμοίως ἐν Μαντινείᾳ καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσι, Θουκ. 5. 47, Πολύβ. 4. 18, 2, κτλ. 5) [[ἁπλῶς]], [[ἡγεμών]], ἄρχων, [[ἀρχηγός]], σὺν ἐφήβων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1060.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> chef d'une armée <i>ou</i> d'une expédition militaire;<br /><b>II.</b> polémarque :<br /><b>1</b> <i>à Athènes</i>, le troisième des neuf archontes, <i>primit.</i> sorte de ministre de la guerre <i>ou</i> de général en chef ; <i>postér.</i> président du tribunal où se jugeaient les affaires des métèques;<br /><b>2</b> <i>à Lacédémone</i>, commandant d'une [[μόρα]] (corps de 400 hommes);<br /><b>3</b> <i>à Thèbes</i>, une sorte de ministre de la guerre, après le Béotarque;<br /><b>4</b> dans certaines Cités, équivalent du stratège athénien.<br />'''Étymologie:''' [[πόλεμος]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml