Anonymous

πολυωρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0678.png Seite 678]] Ggstz von [[ὀλιγωρέω]], viel od. sehr achten, Sorge wofür tragen; absol., Aesch. 1, 50; τινά, Ath. V, 211 a; – auch pass., πολυωρεῖσθαι ὑπό τινος, von Einem hoch geachtet werden, Arist. rhet. 2, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0678.png Seite 678]] Ggstz von [[ὀλιγωρέω]], viel od. sehr achten, Sorge wofür tragen; absol., Aesch. 1, 50; τινά, Ath. V, 211 a; – auch pass., πολυωρεῖσθαι ὑπό τινος, von Einem hoch geachtet werden, Arist. rhet. 2, 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />prendre grand soin de ; respecter, vénérer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ὤρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυωρέω''': (ὥρα) ἐκτιμῶ πολύ, [[φροντίζω]] πολύ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὀλιγωρέω]]· τινα Διογ. Λ. 6. 9, πρβλ. Διόδ. 18. 65· ἀπολ., παρ’ Αἰσχίν. 8. 5. ― Παθ., πολυωροῦμαι ὑπό τινος, [[λίαν]] τιμῶμαι, ἐκτιμῶμαι ὑπό τινος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυωρεῖ· πολλὴν φροντίδα ποιεῖται. [[ἐναντίον]] δέ ἐστι τὸ ὀλιγωρεῖν, ὀλίγον φροντίζειν. διὸ καὶ τὸν ὀλίγωρον ἀμελῆ λέγουσιν».
|lstext='''πολυωρέω''': (ὥρα) ἐκτιμῶ πολύ, [[φροντίζω]] πολύ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὀλιγωρέω]]· τινα Διογ. Λ. 6. 9, πρβλ. Διόδ. 18. 65· ἀπολ., παρ’ Αἰσχίν. 8. 5. ― Παθ., πολυωροῦμαι ὑπό τινος, [[λίαν]] τιμῶμαι, ἐκτιμῶμαι ὑπό τινος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 7. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυωρεῖ· πολλὴν φροντίδα ποιεῖται. [[ἐναντίον]] δέ ἐστι τὸ ὀλιγωρεῖν, ὀλίγον φροντίζειν. διὸ καὶ τὸν ὀλίγωρον ἀμελῆ λέγουσιν».
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />prendre grand soin de ; respecter, vénérer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ὤρα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm