Anonymous

πυγή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0813.png Seite 813]] ἡ, 1) der Hintere; Ar. oft, ἐς κυνὸς πυγὴν ὁρᾶν, Eccl. 255; oft in der Anth., bes. Strat.; im plur., Rufin. 2 (V, 35), u. in Prosa, εἰς τὰς πυγὰς νάρθηκι παιόμενος, Luc. Peregr. 17; bei Ar. Th. 1187 sagt der Scythe τὸ [[πυγή]]; u. einen acc. sing. πῦγα hat Arist. physiogn. 6. – 2) übertr. der feisteste, fetteste Theil, z. B. ἀγροῦ, Paroem. App. 1, 3; Eust. 310, 2. – Ἅλλεσθαι πρὸς πυγήν, ein alter Tanz der lacedämonischen Jungfrauen, Ar. Lys. 82; vgl. Poll. 4, 102 u. Antyll. Oribas. p. 121, Matthaei.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0813.png Seite 813]] ἡ, 1) der Hintere; Ar. oft, ἐς κυνὸς πυγὴν ὁρᾶν, Eccl. 255; oft in der Anth., bes. Strat.; im plur., Rufin. 2 (V, 35), u. in Prosa, εἰς τὰς πυγὰς νάρθηκι παιόμενος, Luc. Peregr. 17; bei Ar. Th. 1187 sagt der Scythe τὸ [[πυγή]]; u. einen acc. sing. πῦγα hat Arist. physiogn. 6. – 2) übertr. der feisteste, fetteste Theil, z. B. ἀγροῦ, Paroem. App. 1, 3; Eust. 310, 2. – Ἅλλεσθαι πρὸς πυγήν, ein alter Tanz der lacedämonischen Jungfrauen, Ar. Lys. 82; vgl. Poll. 4, 102 u. Antyll. Oribas. p. 121, Matthaei.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />fesse ; [[αἱ]] πυγαί le derrière.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. assurée, terme vulg.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῡγή''': ῆς, ἡ· (ἴδε πυγὼν ἐν τέλει)· - ὁ [[πρωκτός]], οἱ γλουτοί, τὰ ὀπίσθια, Ἀρχίλ. 84, Ἀριστοφ. Ἱππ. 365, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Περεγρ. 17· - τὸ πυγὴ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1187 [[εἶναι]] [[βαρβαρισμός]]· ἀλλ’ ὑπάρχει ἑτερόκλ. ἑνικ. αἰτ. πῦγα ἐν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 6· - πρὸς πυγὴν [[ἅλλομαι]], [[ἀνεγείρω]] τοὺς πόδας πρὸς τὰ ὁπίσω ἢ [[λακτίζω]] τόσον ὑψηλά, [[ὥστε]] διὰ τῆς πτέρνης [[ἐγγίζω]] τοὺς γλουτούς, [[γύμνασμα]] τῶν κορασίων ἐν Σπάρτῃ, Ἀριστοφ. Λυσ. 82· πρβλ. [[πυδαρίζω]]· 2) μεταφορ., πυγὴ ἀγροῦ, ἐπὶ παχείας, λιπαρᾶς, εὐφόρου γῆς, ὡς τὸ [[οὖθαρ]], Εὐστ. 310. 2. ΙΙ. = [[οὐρά]], «σεισοπυγὶς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν οὐρὰν» Ἐτυμ. Μέγ. 513. 14.
|lstext='''πῡγή''': ῆς, ἡ· (ἴδε πυγὼν ἐν τέλει)· - ὁ [[πρωκτός]], οἱ γλουτοί, τὰ ὀπίσθια, Ἀρχίλ. 84, Ἀριστοφ. Ἱππ. 365, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Περεγρ. 17· - τὸ πυγὴ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1187 [[εἶναι]] [[βαρβαρισμός]]· ἀλλ’ ὑπάρχει ἑτερόκλ. ἑνικ. αἰτ. πῦγα ἐν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 6· - πρὸς πυγὴν [[ἅλλομαι]], [[ἀνεγείρω]] τοὺς πόδας πρὸς τὰ ὁπίσω ἢ [[λακτίζω]] τόσον ὑψηλά, [[ὥστε]] διὰ τῆς πτέρνης [[ἐγγίζω]] τοὺς γλουτούς, [[γύμνασμα]] τῶν κορασίων ἐν Σπάρτῃ, Ἀριστοφ. Λυσ. 82· πρβλ. [[πυδαρίζω]]· 2) μεταφορ., πυγὴ ἀγροῦ, ἐπὶ παχείας, λιπαρᾶς, εὐφόρου γῆς, ὡς τὸ [[οὖθαρ]], Εὐστ. 310. 2. ΙΙ. = [[οὐρά]], «σεισοπυγὶς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν οὐρὰν» Ἐτυμ. Μέγ. 513. 14.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />fesse ; [[αἱ]] πυγαί le derrière.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. assurée, terme vulg.
}}
}}
{{grml
{{grml