Anonymous

σαρδάνιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0862.png Seite 862]] [[γέλως]], das grimmige Hohngelächter eines Zornigen, zu eigenem Schaden od. bei eigenem Schmerze des Lachenden, nach Schol. Plat. p. 396: [[ὅθεν]] ἀπὸ τοῦ σεσηρέναι διὰ τὴν φλόγα τὸν σαρδάνιόν φησι λεχθῆναι γέλωτα ([[Σιμωνίδης]]), wo auch Soph. frg. 171 angeführt wird; μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον [[μάλα]] τοῖον, Od. 20, 302; wahrscheinlich von [[σαίρω]], zähnefletschend, grinsend, hohnlachend, ἀνεκάγχασε [[μάλα]] σαρδάνιον, Plat. Rep. I, 337 a, vulgo [[σαρδόνιον]], wie auch bei Pol. 17, 7, 6 vor Bekker [[σαρδόνιον]] ὑπομειδιάσας stand; σαρδάνιον γελᾶν Mel. 52 (V, 179). – Andere schrieben [[σαρδόνιον]] u. leiteten es von einer giftigen Pflanze [[σαρδόνιον]] her, die bes. in Sardinien wachse u. das Gesicht dessen, der von ihr esse, zu einem unwillkürlichen grinsenden Lachen verziehe. – Bei Luc. asin. 24 u. Iup. trag. 16 schreibt Jacobitz σαρδώνιον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0862.png Seite 862]] [[γέλως]], das grimmige Hohngelächter eines Zornigen, zu eigenem Schaden od. bei eigenem Schmerze des Lachenden, nach Schol. Plat. p. 396: [[ὅθεν]] ἀπὸ τοῦ σεσηρέναι διὰ τὴν φλόγα τὸν σαρδάνιόν φησι λεχθῆναι γέλωτα ([[Σιμωνίδης]]), wo auch Soph. frg. 171 angeführt wird; μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον [[μάλα]] τοῖον, Od. 20, 302; wahrscheinlich von [[σαίρω]], zähnefletschend, grinsend, hohnlachend, ἀνεκάγχασε [[μάλα]] σαρδάνιον, Plat. Rep. I, 337 a, vulgo [[σαρδόνιον]], wie auch bei Pol. 17, 7, 6 vor Bekker [[σαρδόνιον]] ὑπομειδιάσας stand; σαρδάνιον γελᾶν Mel. 52 (V, 179). – Andere schrieben [[σαρδόνιον]] u. leiteten es von einer giftigen Pflanze [[σαρδόνιον]] her, die bes. in Sardinien wachse u. das Gesicht dessen, der von ihr esse, zu einem unwillkürlichen grinsenden Lachen verziehe. – Bei Luc. asin. 24 u. Iup. trag. 16 schreibt Jacobitz σαρδώνιον.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />sardonique, <i>càd</i> grimaçant, convulsif ; σαρδάνιον μειδιᾶν OD avoir un sourire sardonique.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σαρδόνιος]]¹ -- DELG pê apparenté à [[σέσηρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρδάνιος''': -α, -ον, ἐπίθετ. ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ γέλωτος πικροῦ ἢ εἰρωνικοῦ καὶ χλευαστικοῦ, σαρδάνιον γελᾶν (δηλ. γέλωτα), γελῶ γέλωτα πικρὸν ἐξ ὀργῆς ἢ ἐξ ἐκδικήσεως, μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον [[μάλα]] τοῖον Ὀδ. Υ. 302· [[οὕτως]], ἀνεκάγχασε [[μάλα]] σαρδάνιον Πλάτ. Πολ. 337Α· τί μάταια γελᾷς...; [[τάχα]] που σαρδάνιον γελάσεις Ἀνθ. Π. 5. 179· πεφύλαξο σίνεσθαι, μὴ καὶ σ. γελάσῃς Ἀνθ. Πλαν. 86· [[ἁπλῶς]], γελῶ, γέλωτα σαρδάνιον Κικ. Fam 7. 25, 1. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἴσως]] εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν τοῦ σεσηρώς, μὲ διεσταλμένα χείλη, ἐμπαικτικῶς, χλευαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. σαρδάζειν· «μετὰ πικρίας γελᾶν» Φώτ., Σουΐδ.,- Ἡ [[συνήθης]] [[ἐξήγησις]] τούτου τοῦ γέλωτος ἦτο ὅτι ὡμοίαζε πρὸς τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τὸ ὁποῖον παγῆγε [[φυτόν]] τι ἐκ Σαρδοῦς (ranunculus Sardoüs, καλούμενον σαρδάνη παρὰ τῷ Τζέτζ.), Πολύβ. 17. 7, 6, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 12, Νόνν. Δ. 20. 309, Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 182, [[ὅπερ]] ἐσθιόμενον διέστελλε καὶ ἐνέτεινε τὸ [[πρόσωπον]] τοῦ τρώγοντος, ἐκίνει δὲ εἰς σπασμωδικὸν γέλωτα, Παυσ. 10. 17, 13, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτ., Serv. εἰς Οὐεργιλ. Ἐκλ. 7. 41· [[ὅθεν]] μεταγενέστεροι ἐκδόται ἔγραψαν Σαρδόνιον ἀντὶ Σαρδάνιον (ἐκ τοῦ [[Σαρδώ]]), Πολύβ.· ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Ὄνος 24, κτλ., τοῦτο δὲ φέρεται καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ὁμ. καὶ Πλάτ.· [[ὅθεν]] τὸ Ἀγγλ. sardonic· - Παροιμιογρ. σελ. 102, 370, Gaisf.).
|lstext='''σαρδάνιος''': -α, -ον, ἐπίθετ. ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ γέλωτος πικροῦ ἢ εἰρωνικοῦ καὶ χλευαστικοῦ, σαρδάνιον γελᾶν (δηλ. γέλωτα), γελῶ γέλωτα πικρὸν ἐξ ὀργῆς ἢ ἐξ ἐκδικήσεως, μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον [[μάλα]] τοῖον Ὀδ. Υ. 302· [[οὕτως]], ἀνεκάγχασε [[μάλα]] σαρδάνιον Πλάτ. Πολ. 337Α· τί μάταια γελᾷς...; [[τάχα]] που σαρδάνιον γελάσεις Ἀνθ. Π. 5. 179· πεφύλαξο σίνεσθαι, μὴ καὶ σ. γελάσῃς Ἀνθ. Πλαν. 86· [[ἁπλῶς]], γελῶ, γέλωτα σαρδάνιον Κικ. Fam 7. 25, 1. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἴσως]] εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν τοῦ σεσηρώς, μὲ διεσταλμένα χείλη, ἐμπαικτικῶς, χλευαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. σαρδάζειν· «μετὰ πικρίας γελᾶν» Φώτ., Σουΐδ.,- Ἡ [[συνήθης]] [[ἐξήγησις]] τούτου τοῦ γέλωτος ἦτο ὅτι ὡμοίαζε πρὸς τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τὸ ὁποῖον παγῆγε [[φυτόν]] τι ἐκ Σαρδοῦς (ranunculus Sardoüs, καλούμενον σαρδάνη παρὰ τῷ Τζέτζ.), Πολύβ. 17. 7, 6, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 12, Νόνν. Δ. 20. 309, Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 182, [[ὅπερ]] ἐσθιόμενον διέστελλε καὶ ἐνέτεινε τὸ [[πρόσωπον]] τοῦ τρώγοντος, ἐκίνει δὲ εἰς σπασμωδικὸν γέλωτα, Παυσ. 10. 17, 13, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτ., Serv. εἰς Οὐεργιλ. Ἐκλ. 7. 41· [[ὅθεν]] μεταγενέστεροι ἐκδόται ἔγραψαν Σαρδόνιον ἀντὶ Σαρδάνιον (ἐκ τοῦ [[Σαρδώ]]), Πολύβ.· ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Ὄνος 24, κτλ., τοῦτο δὲ φέρεται καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ὁμ. καὶ Πλάτ.· [[ὅθεν]] τὸ Ἀγγλ. sardonic· - Παροιμιογρ. σελ. 102, 370, Gaisf.).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />sardonique, <i>càd</i> grimaçant, convulsif ; σαρδάνιον μειδιᾶν OD avoir un sourire sardonique.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σαρδόνιος]]¹ -- DELG pê apparenté à [[σέσηρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml