Anonymous

σανδαράχη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0861.png Seite 861]] ἡ, Alciphr. 1, 33, σανδαραχίζω u. σανδαράχινος, = [[σανδαράκη]], [[σανδαρακίζω]], [[σανδαράκινος]]. [[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ἡ, 1) ein arsenikalisches Erz, rothes Auripigment, Rauschroth, Realgar, während [[ἀρσενικόν]] gelbes ist; lat. sandaraca; Theophr., Strab., Diosc. – 2) ein bei Pferden, Zugvieh gebr. Arzneimittel, Arist. H. A. 8, 24. – 3) eine Art Bienenbrot, vielleicht einerlei mit [[ἐριθάκη]], Arist. H. A. 9, 40.  
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0861.png Seite 861]] ἡ, Alciphr. 1, 33, σανδαραχίζω u. σανδαράχινος, = [[σανδαράκη]], [[σανδαρακίζω]], [[σανδαράκινος]]. [[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ἡ, 1) ein arsenikalisches Erz, rothes Auripigment, Rauschroth, Realgar, während [[ἀρσενικόν]] gelbes ist; lat. sandaraca; Theophr., Strab., Diosc. – 2) ein bei Pferden, Zugvieh gebr. Arzneimittel, Arist. H. A. 8, 24. – 3) eine Art Bienenbrot, vielleicht einerlei mit [[ἐριθάκη]], Arist. H. A. 9, 40.  
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />arsenic rouge (<i>p. opp. à l'arsenic jaune ou</i> [[ἀρσενικός]]).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> sindura « minium ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σανδᾰράκη''': [ᾰ], ἡ, ἐρυθρὸν θειοῦχον ἀρσενικὸν, (ἀρσενικὸν δὲ καλεῖται τὸ κίτρινον, Διοσκ. 5. 12), Λατ. sandaraca, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 8· φέρεται σανδαράχη παρ’ Ἱππ. 466. 20, Διοσκ. 5. 103, Ἀλκίφρ. 1. 33, κτλ. 2) [[χρῶμα]] ἐρυθρόχρυσον ἢ τοῦ πορτοκαλίου λαμβανόμενον ἐξ αὐτῆς, Θεοφρ. π. Λίθ. 40 καὶ 50. (Πρβλ. Σανσκρ. sindûra = minium). II. τροφὴ τῶν μελισσῶν, «κέραθος», τὸ αὐτὸ καὶ [[κήρινθος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5· καὶ [[ἐριθάκη]], [[αὐτόθι]] 52. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τροφή]] τις τῶν μελισσῶν, ὡς Ἀριστοτέλης. καὶ εἶδός τι μεταλλικόν».
|lstext='''σανδᾰράκη''': [ᾰ], ἡ, ἐρυθρὸν θειοῦχον ἀρσενικὸν, (ἀρσενικὸν δὲ καλεῖται τὸ κίτρινον, Διοσκ. 5. 12), Λατ. sandaraca, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 8· φέρεται σανδαράχη παρ’ Ἱππ. 466. 20, Διοσκ. 5. 103, Ἀλκίφρ. 1. 33, κτλ. 2) [[χρῶμα]] ἐρυθρόχρυσον ἢ τοῦ πορτοκαλίου λαμβανόμενον ἐξ αὐτῆς, Θεοφρ. π. Λίθ. 40 καὶ 50. (Πρβλ. Σανσκρ. sindûra = minium). II. τροφὴ τῶν μελισσῶν, «κέραθος», τὸ αὐτὸ καὶ [[κήρινθος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5· καὶ [[ἐριθάκη]], [[αὐτόθι]] 52. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τροφή]] τις τῶν μελισσῶν, ὡς Ἀριστοτέλης. καὶ εἶδός τι μεταλλικόν».
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />arsenic rouge (<i>p. opp. à l'arsenic jaune ou</i> [[ἀρσενικός]]).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> sindura « minium ».
}}
}}
{{grml
{{grml