Anonymous

στρατιώτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] ὁ, der Bürger, der kriegspslichtig ist u. Kriegsdienste thut, der [[Krieger]], Her. u. Folgde überall, oft in der Anrede. ὦ ἄνδρες στρατιῶται, Xen. (s. [[ἀνήρ]]); – später auch der um Sold Kriegsdienste thut, der eigtl. [[ξένος]] oder [[μισθοφόρος]] heißt, Arist. eth. 3, 8; – [[ποτάμιος]] [[στρατιώτης]], eine Wasserpflanze, vielleicht eine Art Wasserlinse, Diosc.; eine andere Pflanze ist [[στρατιώτης]] [[χιλιόφυλλος]], achillea tomentosa, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] ὁ, der Bürger, der kriegspslichtig ist u. Kriegsdienste thut, der [[Krieger]], Her. u. Folgde überall, oft in der Anrede. ὦ ἄνδρες στρατιῶται, Xen. (s. [[ἀνήρ]]); – später auch der um Sold Kriegsdienste thut, der eigtl. [[ξένος]] oder [[μισθοφόρος]] heißt, Arist. eth. 3, 8; – [[ποτάμιος]] [[στρατιώτης]], eine Wasserpflanze, vielleicht eine Art Wasserlinse, Diosc.; eine andere Pflanze ist [[στρατιώτης]] [[χιλιόφυλλος]], achillea tomentosa, Diosc.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />soldat ; <i>dans les discours</i> [[ἄνδρες]] στρατιῶται soldats !.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰτιώτης''': -ου, ὁ, κλητ. στρατιώτα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 63a· ([[στρατιά]])· - [[πολίτης]] [[ὑπόχρεως]] εἰς στρατωτικὴν ὑπηρεσίαν· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[στρατιώτης]], Ἡρόδ. 4. 134, κ. ἀλλ., Κρατῖν. ἐν «Οδυσσεῦσι» 5, κτλ.· στρατιώτας καταλέγειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1065· ἄνδρες στρ., ἐν ἀγορεύσει, Θουκ. 7. 61· περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ πολὺς [[ὅμιλος]] καὶ στρ. ὁ αὐτ. 6. 24· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στρατιωτῶν ὑπηρετούντων ἐν πλοίοις, ὁ αὐτ. 2. 88. 2) βραδύτερον ἔτι, [[στρατιώτης]] κατ’ [[ἐπάγγελμα]], [[μισθοφόρος]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 8, 9, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 4Ε. ΙΙ. [[ποτάμιος]] στρ., Αἰγύπτιόν τι φυτὸν φυόμενον ἐν τῷ ποταμῷ Sprengel εἰς Διοσκ. 4. 102· στρ. [[χιλιόφυλλος]], Achillea mullefolium, [[αὐτόθι]] 103.
|lstext='''στρᾰτιώτης''': -ου, ὁ, κλητ. στρατιώτα Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 63a· ([[στρατιά]])· - [[πολίτης]] [[ὑπόχρεως]] εἰς στρατωτικὴν ὑπηρεσίαν· ἀκολούθως [[καθόλου]], [[στρατιώτης]], Ἡρόδ. 4. 134, κ. ἀλλ., Κρατῖν. ἐν «Οδυσσεῦσι» 5, κτλ.· στρατιώτας καταλέγειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1065· ἄνδρες στρ., ἐν ἀγορεύσει, Θουκ. 7. 61· περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, ὁ πολὺς [[ὅμιλος]] καὶ στρ. ὁ αὐτ. 6. 24· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στρατιωτῶν ὑπηρετούντων ἐν πλοίοις, ὁ αὐτ. 2. 88. 2) βραδύτερον ἔτι, [[στρατιώτης]] κατ’ [[ἐπάγγελμα]], [[μισθοφόρος]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 8, 9, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 4Ε. ΙΙ. [[ποτάμιος]] στρ., Αἰγύπτιόν τι φυτὸν φυόμενον ἐν τῷ ποταμῷ Sprengel εἰς Διοσκ. 4. 102· στρ. [[χιλιόφυλλος]], Achillea mullefolium, [[αὐτόθι]] 103.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />soldat ; <i>dans les discours</i> [[ἄνδρες]] στρατιῶται soldats !.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]].
}}
}}
{{eles
{{eles