Anonymous

συμπίλησις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] ἡ, das Verfilzen, Poll. 7, 171.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0987.png Seite 987]] ἡ, das Verfilzen, Poll. 7, 171.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />resserrement, condensation.<br />'''Étymologie:''' [[συμπιλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπίλησις''': ἡ, [[συμπίεσις]], [[σύνθλιψις]], τῆς ὑγρότητος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 12, πρβλ. Πολυδ. Ϛϳ, 171. ― συμπίλημα, τό, Boisson. Ἀνέκδ. 2. 416. ― συμπιλητικός, ή, όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύνθλιψιν ἢ κλείσιμον, τῶν πόρων Τίμ. Λοκρ. 100Ε.
|lstext='''συμπίλησις''': ἡ, [[συμπίεσις]], [[σύνθλιψις]], τῆς ὑγρότητος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 12, πρβλ. Πολυδ. Ϛϳ, 171. ― συμπίλημα, τό, Boisson. Ἀνέκδ. 2. 416. ― συμπιλητικός, ή, όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς σύνθλιψιν ἢ κλείσιμον, τῶν πόρων Τίμ. Λοκρ. 100Ε.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />resserrement, condensation.<br />'''Étymologie:''' [[συμπιλέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru