3,273,659
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0211.png Seite 211]] (s. [[τρέφω]]), durch Nahrung wieder kräftigen, übh. stärken, Aesch. Eum. 496; [[φρόνημα]] ἀναθρέψαι Xen. Cyr. 5, 2, 34; auffüttern, aufziehen, An. 4, 5, 31; Mem. 4, 3, 10; φιλοτιμίαν, Ehrgeiz nähren, Plut. Caes. 17; pass., ἀνατρέφεται [[φλόξ]], die Flamme wächst an, Camill. 34; – Sp. auch med., ἀναθρέψασθαι [[υἱόν]], seinen Sohn aufziehen, Hdn. 1, 2, 2. Bei Mel. 101 (V, 157) ἀνέτραφες du wuchsest auf; so auch App. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0211.png Seite 211]] (s. [[τρέφω]]), durch Nahrung wieder kräftigen, übh. stärken, Aesch. Eum. 496; [[φρόνημα]] ἀναθρέψαι Xen. Cyr. 5, 2, 34; auffüttern, aufziehen, An. 4, 5, 31; Mem. 4, 3, 10; φιλοτιμίαν, Ehrgeiz nähren, Plut. Caes. 17; pass., ἀνατρέφεται [[φλόξ]], die Flamme wächst an, Camill. 34; – Sp. auch med., ἀναθρέψασθαι [[υἱόν]], seinen Sohn aufziehen, Hdn. 1, 2, 2. Bei Mel. 101 (V, 157) ἀνέτραφες du wuchsest auf; so auch App. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[ἀναθρέψω]];<br /><b>1</b> faire grandir ; élever, nourrir ; <i>fig.</i> élever (l'âme, le caractère, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> exciter : [[φρόνημα]] XÉN le courage (des soldats).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[τρέφω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνατρέφω''': μέλλ. -θρέψω: (ἴδε [[τρέφω]]): - [[ἀνατρέφω]], περιποιοῦμαι, «μεγαλώνω», [[ἀναπτύσσω]], [[παιδεύω]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 522· ἀν. τὸ [[φρόνημα]], [[διεγείρω]] τὸ [[φρόνημα]], Ξεν. Κύρ. 5. 2, 34, πρβλ. Jac. Ἀνθ. ΙΙ. σ. 85: [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπ., ἀνατρέφεσθαι [[υἱόν]], ἐκπαιδεύειν αὐτόν, Ἡρωδιαν. 1. 2· ἀνεθρέψατο λειμὼν κάλλεα Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 684Β: - Παθ., αὐξάνομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 30, 7· ἀνατραφῆναι ἐν ... Πλούτ., κτλ.· τῇ Ἑλλάδι φωνῇ Δίλ. π. Ζ. 11. 25· τὸ ἀνέτραφες ἐν Ἀνθ. Π. 5. 157 πρέπει νὰ [[εἶναι]] = ἀνετράφης. 2) [[τρέφω]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἰσχναίνω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, 817, Ἀριστοφ. Βάτρ. 944: - Παθ., ἀνατρέφεσθαι ἐκ νόσου, ἀναλαμβάνειν, ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13. | |lstext='''ἀνατρέφω''': μέλλ. -θρέψω: (ἴδε [[τρέφω]]): - [[ἀνατρέφω]], περιποιοῦμαι, «μεγαλώνω», [[ἀναπτύσσω]], [[παιδεύω]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 522· ἀν. τὸ [[φρόνημα]], [[διεγείρω]] τὸ [[φρόνημα]], Ξεν. Κύρ. 5. 2, 34, πρβλ. Jac. Ἀνθ. ΙΙ. σ. 85: [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπ., ἀνατρέφεσθαι [[υἱόν]], ἐκπαιδεύειν αὐτόν, Ἡρωδιαν. 1. 2· ἀνεθρέψατο λειμὼν κάλλεα Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 684Β: - Παθ., αὐξάνομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 30, 7· ἀνατραφῆναι ἐν ... Πλούτ., κτλ.· τῇ Ἑλλάδι φωνῇ Δίλ. π. Ζ. 11. 25· τὸ ἀνέτραφες ἐν Ἀνθ. Π. 5. 157 πρέπει νὰ [[εἶναι]] = ἀνετράφης. 2) [[τρέφω]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἰσχναίνω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, 817, Ἀριστοφ. Βάτρ. 944: - Παθ., ἀνατρέφεσθαι ἐκ νόσου, ἀναλαμβάνειν, ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |