Anonymous

τέχνημα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1103.png Seite 1103]] τό, das künstlich Gearbeitete, das Kunstwerk, Soph. Phil. 36; übertr. künstlich angesponnene List, Ränke, κάπηλα προφέρων τεχνήματα, Aesch. frg. 339; δόλια τεχνήματα, Eur. I. T. 1355; πανουργίας [[τέχνημα]] ἔχθιστον, von listigen Menschen, Soph. Phil. 916; künstliche Erfindung, Plat. Prot. 319 a Phaedr. 269 a u. öfter; Xen. Mem. 1, 4, 7; Sp., πονηρόν, Luc. Ind. voc. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1103.png Seite 1103]] τό, das künstlich Gearbeitete, das Kunstwerk, Soph. Phil. 36; übertr. künstlich angesponnene List, Ränke, κάπηλα προφέρων τεχνήματα, Aesch. frg. 339; δόλια τεχνήματα, Eur. I. T. 1355; πανουργίας [[τέχνημα]] ἔχθιστον, von listigen Menschen, Soph. Phil. 916; künstliche Erfindung, Plat. Prot. 319 a Phaedr. 269 a u. öfter; Xen. Mem. 1, 4, 7; Sp., πονηρόν, Luc. Ind. voc. 12.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> œuvre d'art, travail fait avec art ; chef-d'œuvre (de méchanceté) <i>en parl. de pers.</i><br /><b>2</b> invention ingénieuse ; artifice, ruse.<br />'''Étymologie:''' [[τεχνάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τέχνημα''': τό, τὸ μετὰ δεξιότητος εἰργασμένον, [[ἔργον]] τέχνης, [[τεχνούργημα]] ἢ [[ἁπλῶς]] [[ἔργον]], αὐτόξυλον [[ἔκπωμα]], φλαυρουργοῦ τινος τεχνήματ’ ἀνδρὸς Σοφ. Φιλ. 36, ([[ἔνθα]] τὸ πληθ. κεῖται ἐπὶ ἑνὸς μόνου πράγματος, πρβλ. [[τέχνασμα]], Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051, ἴδε καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ). 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, ὅτε κεῖται τὸ ἀφῃρ. ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, ὦ πῦρ σὺ καὶ πᾶν [[δεῖμα]] καὶ πανουργίας δεινῆς [[τέχνημα]], [[ταῦτα]] πάντα λέγει ὁ Φιλοκτήτ. πρὸς τὸν Νεοπτόλεμον ἐν ὀργῇ, [[διότι]] δὲν ἀπέδιδεν αὐτῷ τὰ τόξα, Σοφ. Φιλ. 928. ΙΙ. δολία [[ἐπίνοια]], [[τέχνασμα]], κάπηλα προσφέρων τ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 338· δόλια τ. Εὐρ. Ι. Τ. 1355· ἀντίθετον τῷ [[ἰσχύς]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· ― [[καθόλου]], [[ἐπίνοια]], [[ἐπινόημα]], [[ἐφεύρεσις]], Πλάτ. Πρωτ. 319Α· τὸ μνημονικὸν τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 368D, κ. ἀλλ.
|lstext='''τέχνημα''': τό, τὸ μετὰ δεξιότητος εἰργασμένον, [[ἔργον]] τέχνης, [[τεχνούργημα]] ἢ [[ἁπλῶς]] [[ἔργον]], αὐτόξυλον [[ἔκπωμα]], φλαυρουργοῦ τινος τεχνήματ’ ἀνδρὸς Σοφ. Φιλ. 36, ([[ἔνθα]] τὸ πληθ. κεῖται ἐπὶ ἑνὸς μόνου πράγματος, πρβλ. [[τέχνασμα]], Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051, ἴδε καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ). 2) ἐπὶ ἀνθρώπου, ὅτε κεῖται τὸ ἀφῃρ. ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, ὦ πῦρ σὺ καὶ πᾶν [[δεῖμα]] καὶ πανουργίας δεινῆς [[τέχνημα]], [[ταῦτα]] πάντα λέγει ὁ Φιλοκτήτ. πρὸς τὸν Νεοπτόλεμον ἐν ὀργῇ, [[διότι]] δὲν ἀπέδιδεν αὐτῷ τὰ τόξα, Σοφ. Φιλ. 928. ΙΙ. δολία [[ἐπίνοια]], [[τέχνασμα]], κάπηλα προσφέρων τ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 338· δόλια τ. Εὐρ. Ι. Τ. 1355· ἀντίθετον τῷ [[ἰσχύς]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· ― [[καθόλου]], [[ἐπίνοια]], [[ἐπινόημα]], [[ἐφεύρεσις]], Πλάτ. Πρωτ. 319Α· τὸ μνημονικὸν τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλάττ. 368D, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> œuvre d'art, travail fait avec art ; chef-d'œuvre (de méchanceté) <i>en parl. de pers.</i><br /><b>2</b> invention ingénieuse ; artifice, ruse.<br />'''Étymologie:''' [[τεχνάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml