Anonymous

τίμησις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1115.png Seite 1115]] ἡ, die Schätzung, Bestimmung des Werthes oder Preises; ἐὰν [[ἀμφισβητήσιμος]] ἡ [[τίμησις]] γίγνηται, Plat. Legg. IX, 878 e; Abschätzung der Strafe, Dem. 53, 18. – Bes. Schätzung des Vermögens, Census, οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ [[ἑξήκοντα]] τάλαντα, Pol. 32, 14, 3. – llebh. Werthschätzung, Hochschätzung, Verehrung, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1115.png Seite 1115]] ἡ, die Schätzung, Bestimmung des Werthes oder Preises; ἐὰν [[ἀμφισβητήσιμος]] ἡ [[τίμησις]] γίγνηται, Plat. Legg. IX, 878 e; Abschätzung der Strafe, Dem. 53, 18. – Bes. Schätzung des Vermögens, Census, οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ [[ἑξήκοντα]] τάλαντα, Pol. 32, 14, 3. – llebh. Werthschätzung, Hochschätzung, Verehrung, Sp.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> estimation, évaluation;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> évaluation de la fortune, cens;<br /><b>2</b> condamnation à une amende.<br />'''Étymologie:''' [[τιμάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τίμησις''': -εως, ἡ, ([[τιμάω]]) [[ἐκτίμησις]], [[σεβασμός]], Πλάτ. Νόμ. 696C, 728E. ΙΙ. [[ἐκτίμησις]], [[διατίμησις]] περιουσίας, καθορισμὸς τῆς ἀξίας ἢ [[τιμῆς]] πράγματός τινος, [[μάλιστα]] δὲ περιουσίας, Πλάτ. Νόμ. 878Ε, Πολύβ. 32. 14, 3· τὰς τ. ἐκπληροῦν, καταβάλλειν πᾶσαν τὴν δαπάνην, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 VIII. 10. 2) προσδιορισμὸς ζημίας ἢ βλάβης, τ. ποιεῖν τινι (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς κατηγορίαν κεφαλικήν), Ἀντιφῶν 130. 25· ἀπαντᾶν εἰς τὴν τ. Αἰσχίν. 82. 21, πρβλ. Δημ. 1252. 15. 3) [[ἐκτίμησις]], ὑπολογισμὸς τῶν περιουσιῶν τῶν κατοίκων διὰ πολιτικοὺς σκοπούς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 10· ἀπὸ τιμήσεως [[πολίτευμα]] Διόδ. 18. 18. ― Πρβλ. [[τιμάω]] ΙΙΙ.
|lstext='''τίμησις''': -εως, ἡ, ([[τιμάω]]) [[ἐκτίμησις]], [[σεβασμός]], Πλάτ. Νόμ. 696C, 728E. ΙΙ. [[ἐκτίμησις]], [[διατίμησις]] περιουσίας, καθορισμὸς τῆς ἀξίας ἢ [[τιμῆς]] πράγματός τινος, [[μάλιστα]] δὲ περιουσίας, Πλάτ. Νόμ. 878Ε, Πολύβ. 32. 14, 3· τὰς τ. ἐκπληροῦν, καταβάλλειν πᾶσαν τὴν δαπάνην, Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 VIII. 10. 2) προσδιορισμὸς ζημίας ἢ βλάβης, τ. ποιεῖν τινι (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς κατηγορίαν κεφαλικήν), Ἀντιφῶν 130. 25· ἀπαντᾶν εἰς τὴν τ. Αἰσχίν. 82. 21, πρβλ. Δημ. 1252. 15. 3) [[ἐκτίμησις]], ὑπολογισμὸς τῶν περιουσιῶν τῶν κατοίκων διὰ πολιτικοὺς σκοπούς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 10· ἀπὸ τιμήσεως [[πολίτευμα]] Διόδ. 18. 18. ― Πρβλ. [[τιμάω]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> estimation, évaluation;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> évaluation de la fortune, cens;<br /><b>2</b> condamnation à une amende.<br />'''Étymologie:''' [[τιμάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm