Anonymous

ταγή: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1063.png Seite 1063]] ἡ, das Ordnen, Beherrschen, die Herrschaft, Befehlshaberschaft, der Oberbefehl, Aesch. Ag. 111, die Schlachtordnung, Ar. Lys. 105 [wo α kurz ist].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1063.png Seite 1063]] ἡ, das Ordnen, Beherrschen, die Herrschaft, Befehlshaberschaft, der Oberbefehl, Aesch. Ag. 111, die Schlachtordnung, Ar. Lys. 105 [wo α kurz ist].
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />commandement, autorité.<br />'''Étymologie:''' [[τάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ταγή''': ἡ, ὡς τὸ [[τάξις]], [[παράταξις]], [[διευθέτησις]], [[διάταξις]], Λατ. acies, Ἀριστοφ. Λυσ. 105. 2) [[ἐπαρχία]], Ἀριστ. Οἰκ. 2, 1· ― περιληπτικῶς, ξύμφρων τ., οἱ ὁμονοοῦντες ἢ ὁμόφρονες ἄρχοντες ἢ αρχηγοὶ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 110. 3) [[διαταγή]], [[διάταξις]], Κλήμ. Ρώμ. 1. 20. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] θηλ. τοῦ [[ταγός]], Λεξικ. Χειρόγραφ. ἐν Osann Auctar. σ. 141, 154. [ᾰ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ᾱ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ὅπερ]] ἄγει τινὰς τῶν κριτικῶν νὰ ἀναφέρωσι τὴν ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ λέξιν εἰς τὸ ὄνομ. [[τάγης]], ἀλλὰ τοῦτο δυσκολώτατα συμβιβάζεται πρὸς τὴν [[ἔννοια]].].
|lstext='''ταγή''': ἡ, ὡς τὸ [[τάξις]], [[παράταξις]], [[διευθέτησις]], [[διάταξις]], Λατ. acies, Ἀριστοφ. Λυσ. 105. 2) [[ἐπαρχία]], Ἀριστ. Οἰκ. 2, 1· ― περιληπτικῶς, ξύμφρων τ., οἱ ὁμονοοῦντες ἢ ὁμόφρονες ἄρχοντες ἢ αρχηγοὶ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 110. 3) [[διαταγή]], [[διάταξις]], Κλήμ. Ρώμ. 1. 20. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] θηλ. τοῦ [[ταγός]], Λεξικ. Χειρόγραφ. ἐν Osann Auctar. σ. 141, 154. [ᾰ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ᾱ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[ὅπερ]] ἄγει τινὰς τῶν κριτικῶν νὰ ἀναφέρωσι τὴν ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ λέξιν εἰς τὸ ὄνομ. [[τάγης]], ἀλλὰ τοῦτο δυσκολώτατα συμβιβάζεται πρὸς τὴν [[ἔννοια]].].
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />commandement, autorité.<br />'''Étymologie:''' [[τάσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml