Anonymous

τιμητικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1116.png Seite 1116]] schätzend, ehrend; – abschätzend; [[πινάκιον]], Ar. Vesp. 167, das Stimmtäfelchen der Richter, [[ὅπου]] τὴν μακρὰν χαράσσοντες κατεδίκαζον ἢ τὴν μικρὰν καὶ ἀπέλυον, Schol.; – ὁ [[τιμητικός]], vir censorius, der Censor gewesen ist; ἡ τιμητικὴ [[ἀρχή]], = [[τιμητεία]], Plut. Aemil. P. 38.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1116.png Seite 1116]] schätzend, ehrend; – abschätzend; [[πινάκιον]], Ar. Vesp. 167, das Stimmtäfelchen der Richter, [[ὅπου]] τὴν μακρὰν χαράσσοντες κατεδίκαζον ἢ τὴν μικρὰν καὶ ἀπέλυον, Schol.; – ὁ [[τιμητικός]], vir censorius, der Censor gewesen ist; ἡ τιμητικὴ [[ἀρχή]], = [[τιμητεία]], Plut. Aemil. P. 38.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> relatif à une estimation, <i>d'où</i> :<br /><b>1</b> relatif à la fixation d'une peine;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> qui concerne le censeur <i>ou</i> la censure ; ὁ [[τιμητικός]] PLUT personnage ayant exercé la censure;<br /><b>II.</b> disposé à honorer, respectueux de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[τιμάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τῑμητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκτιμῶν, 1) ὁ χρησιμεύων πρὸς καθορισμὸν τοῦ μεγέθους τῆς ποινῆς, [[πινάκιον]] τ. Ἀριστοφ. Σφ. 167. 2) ὁ χρησιμεύων πρὸς καθορισμὸν ἢ ἐκτίμησιν τῆς περιουσίας· [[ὅθεν]] ὡς οὐσιαστ., = τῷ Λατ. vir censori s, χρηματίσας cens-or ([[τιμητής]]), Πλουτ. Τ. Γράκχ. 4· ἡ τιμητικὴ [[ἀρχή]] = [[τιμητεία]], ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, κλπ.· ἄρχων τ. τιμητὴς ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5796. ΙΙ. ὁ παρέχων τιμὴν εἴς τινα, τινος Πλούτ. 2. 120Α.
|lstext='''τῑμητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκτιμῶν, 1) ὁ χρησιμεύων πρὸς καθορισμὸν τοῦ μεγέθους τῆς ποινῆς, [[πινάκιον]] τ. Ἀριστοφ. Σφ. 167. 2) ὁ χρησιμεύων πρὸς καθορισμὸν ἢ ἐκτίμησιν τῆς περιουσίας· [[ὅθεν]] ὡς οὐσιαστ., = τῷ Λατ. vir censori s, χρηματίσας cens-or ([[τιμητής]]), Πλουτ. Τ. Γράκχ. 4· ἡ τιμητικὴ [[ἀρχή]] = [[τιμητεία]], ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, κλπ.· ἄρχων τ. τιμητὴς ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5796. ΙΙ. ὁ παρέχων τιμὴν εἴς τινα, τινος Πλούτ. 2. 120Α.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> relatif à une estimation, <i>d'où</i> :<br /><b>1</b> relatif à la fixation d'une peine;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> qui concerne le censeur <i>ou</i> la censure ; ὁ [[τιμητικός]] PLUT personnage ayant exercé la censure;<br /><b>II.</b> disposé à honorer, respectueux de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[τιμάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml