Anonymous

τιτύσκομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1121.png Seite 1121]] ep. reduplleirte Form von [[τεύχω]] (nicht von [[τείνω]]), nur im praes. u. imperf. vorkommend; 1) [[machen]], zurecht machen, bereiten; τιτύσκετο πῦρ, er machte sich Feuer an, Il. 21, 342; ὑπ' [[ὄχεσφι]] τιτύσκετο ἵππω, er spannte sich beide Rosse an den Wagen, 8, 41. 13, 23. – Die alexandrinischen Dichter haben in dieser Bdtg auch das act. τιτύσκω, Arat. 418. 453; πάγην ὄρνισι, Opp. Hal. 2, 99; φόβον, Lycophr. 1403. – 2) [[zielen]], mit Geschossen od. Wurfwaffen, τινός, auf Einen, [[Μηριόνης]] δ' αὐτοῖο τιτύσκετο δουρί, Il. 13, 159; ἐγχείῃ δ' αὐτοῖο τιτύσκετο, 21, 582; ἰοῖσίν τε τιτυσκόμενοι λάεσσί τ' ἔβαλλον, 3, 80; auch absolut, οὐδ' ἀφάμαρτε τιτυσκόμενος, 11, 350; μνηστήρων ἕνα γ' αἰεὶ βάλλε τιτυσκόμενος, Od. 22, 117; u. bes. [[ἄντα]] τιτυσκόμενος, gerade auf das gegenüberstehende Schußziel hinzielend, 21, 421. 22, 266. 24, 181; so auch mit dem ins Schlüsselloch gesteckten Schlüssel den Riegel zu treffen suchen, um ihn zurückzuschieben, 21, 48; die Waffe, mit der man zielt, steht im dat., δουρί, ἰοῖσι, λάεσσι, Il. 3, 80. 13, 159; ἐγχείῃ, 21, 582; das Ziel, wonach man zielt, steht im gen., 11, 350. 13, 159. 370. 21, 582; auch τιτύσκεσθαι καθ' ὅμιλον, 13, 498. 560; χερσὶ τιτυσκόμενος, Theocr. 22, 187; ungewöhnlich ist [[φώριον]] [[βλέμμα]] τιτύσκεσθαί τινος, einen verstohlenen Blick auf Einen werfen, Paul. Sil. 31 (V, 221). – Übertr., φρεσὶ τιτύσκεσθαι, mit den Gedanken zielen, im Sinne haben, bezwecken, c. inf., Il. 13, 558; ungew. von den Zauberschiffen der Phäaken, die ohne Steuer sich selbst richten u. lenken, [[ὄφρα]] σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ [[νῆες]], Od. 8, 556.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1121.png Seite 1121]] ep. reduplleirte Form von [[τεύχω]] (nicht von [[τείνω]]), nur im praes. u. imperf. vorkommend; 1) [[machen]], zurecht machen, bereiten; τιτύσκετο πῦρ, er machte sich Feuer an, Il. 21, 342; ὑπ' [[ὄχεσφι]] τιτύσκετο ἵππω, er spannte sich beide Rosse an den Wagen, 8, 41. 13, 23. – Die alexandrinischen Dichter haben in dieser Bdtg auch das act. τιτύσκω, Arat. 418. 453; πάγην ὄρνισι, Opp. Hal. 2, 99; φόβον, Lycophr. 1403. – 2) [[zielen]], mit Geschossen od. Wurfwaffen, τινός, auf Einen, [[Μηριόνης]] δ' αὐτοῖο τιτύσκετο δουρί, Il. 13, 159; ἐγχείῃ δ' αὐτοῖο τιτύσκετο, 21, 582; ἰοῖσίν τε τιτυσκόμενοι λάεσσί τ' ἔβαλλον, 3, 80; auch absolut, οὐδ' ἀφάμαρτε τιτυσκόμενος, 11, 350; μνηστήρων ἕνα γ' αἰεὶ βάλλε τιτυσκόμενος, Od. 22, 117; u. bes. [[ἄντα]] τιτυσκόμενος, gerade auf das gegenüberstehende Schußziel hinzielend, 21, 421. 22, 266. 24, 181; so auch mit dem ins Schlüsselloch gesteckten Schlüssel den Riegel zu treffen suchen, um ihn zurückzuschieben, 21, 48; die Waffe, mit der man zielt, steht im dat., δουρί, ἰοῖσι, λάεσσι, Il. 3, 80. 13, 159; ἐγχείῃ, 21, 582; das Ziel, wonach man zielt, steht im gen., 11, 350. 13, 159. 370. 21, 582; auch τιτύσκεσθαι καθ' ὅμιλον, 13, 498. 560; χερσὶ τιτυσκόμενος, Theocr. 22, 187; ungewöhnlich ist [[φώριον]] [[βλέμμα]] τιτύσκεσθαί τινος, einen verstohlenen Blick auf Einen werfen, Paul. Sil. 31 (V, 221). – Übertr., φρεσὶ τιτύσκεσθαι, mit den Gedanken zielen, im Sinne haben, bezwecken, c. inf., Il. 13, 558; ungew. von den Zauberschiffen der Phäaken, die ohne Steuer sich selbst richten u. lenken, [[ὄφρα]] σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ [[νῆες]], Od. 8, 556.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> <i>c.</i> [[τεύχω]] : préparer : [[πῦρ]] IL du feu ; ὑπ’ [[ὄχεσφι]] ἵππω IL atteler deux chevaux à un char;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[τυγχάνω]] : viser, chercher à atteindre : τινος [[δουρί]] IL chercher à frapper qqn de sa lance ; <i>fig.</i> φρεσί IL viser par la pensée, se proposer de, inf. ; <i>p. anal.</i> se diriger de soi-même au but <i>en parl. d'un navire</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Τυχ, toucher le but, avec redoubl. ; cf. [[τεύχω]], [[τυγχάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τῐτύσκομαι''': Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., συνδυάζον τὰς σημασίας τῶν συγγενῶν ῥημάτων [[τεύχω]], [[τυγχάνω]]· (ἴδε ἐν λ. [[τίκτω]])· - [[ὅθεν]], 1) ὡς τὸ [[τεύχω]], [[κάμνω]], [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], τιτύσκετο πῦρ, ἀνῆπτεν, Ἰλ. Φ. 342· ὑπ’ [[ὄχεσφι]] τιτύσκετο ἵππω, ὑπεζεύγνυε τοὺς ἵππους εἰς τὰ ἅρματα, Θ. 41., Ν. 23· - παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς εὑρίσκομεν ἐνεργ. τύπον τιτύσκω, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 26, Ἄρατ. 418, Λυκόφρ. 1403, Μάξιμ. π. καταρχ. 279, Ὀππ. Ἁλ. 2. 99. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς τὸ [[τυγχάνω]], [[ἐπιτυγχάνω]], σημαδεύω καὶ κτυπῶ, κλπ., τινὸς (ἐπὶ προσώπου), τινὶ (διά τινος πράγματος), [[Μηριόνης]] δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ Ἰλ. Ν. 159· ἐγχείῃ δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο Φ. 582, πρβλ. Γ. 80., Λ. 350, κλπ.· - ἀπολ., βάλλε τιτυσκόμενος Ὀδ. Χ. 118· τιτύσκεσθαι καθ’ ὅμιλον Ἰλ. Ν. 498, 560· [[ἄντα]] τιτυσκόμενος, καταστοχαζόμενος, σκοπεύων ἀκριβῶς κατέναντι, βάλλων πρὸς [[σημεῖον]] ἀκριβῶς [[ἀπέναντι]], Ὀδ. Φ. 421., Χ. 266· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ προσπαθοῦντος νὰ βάλῃ τὴν κλεῖδα εἰς τὸ [[κλεῖθρον]], [[ἄντα]] τιτυσκομένη Φ. 48· - [[ὡσαύτως]], χερσὶ τιτυσκόμενος, ἐπὶ πύκτου, Θεόκρ. 22. 88· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[φώριον]] [[βλέμμα]] τιτύκεσθαί τινος, ῥίπτειν λαθραῖον [[βλέμμα]] [[πρός]] τινα, Ἀνθ. Π. 5. 221. 2) μεταφορ., φρεσὶ [[τιτύσκομαι]], «[[σκοπεύω]]» τι κατὰ νοῦν, διανοοῦμαι, [[σχεδιάζω]], μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 558· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, [[ὄφρα]] σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ [[νῆες]] Ὀδ. Θ. 556.
|lstext='''τῐτύσκομαι''': Ἐπικ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., συνδυάζον τὰς σημασίας τῶν συγγενῶν ῥημάτων [[τεύχω]], [[τυγχάνω]]· (ἴδε ἐν λ. [[τίκτω]])· - [[ὅθεν]], 1) ὡς τὸ [[τεύχω]], [[κάμνω]], [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], τιτύσκετο πῦρ, ἀνῆπτεν, Ἰλ. Φ. 342· ὑπ’ [[ὄχεσφι]] τιτύσκετο ἵππω, ὑπεζεύγνυε τοὺς ἵππους εἰς τὰ ἅρματα, Θ. 41., Ν. 23· - παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις ποιηταῖς εὑρίσκομεν ἐνεργ. τύπον τιτύσκω, Ἀντιμ. Ἀποσπ. 26, Ἄρατ. 418, Λυκόφρ. 1403, Μάξιμ. π. καταρχ. 279, Ὀππ. Ἁλ. 2. 99. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς τὸ [[τυγχάνω]], [[ἐπιτυγχάνω]], σημαδεύω καὶ κτυπῶ, κλπ., τινὸς (ἐπὶ προσώπου), τινὶ (διά τινος πράγματος), [[Μηριόνης]] δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ Ἰλ. Ν. 159· ἐγχείῃ δ’ αὐτοῖο τιτύσκετο Φ. 582, πρβλ. Γ. 80., Λ. 350, κλπ.· - ἀπολ., βάλλε τιτυσκόμενος Ὀδ. Χ. 118· τιτύσκεσθαι καθ’ ὅμιλον Ἰλ. Ν. 498, 560· [[ἄντα]] τιτυσκόμενος, καταστοχαζόμενος, σκοπεύων ἀκριβῶς κατέναντι, βάλλων πρὸς [[σημεῖον]] ἀκριβῶς [[ἀπέναντι]], Ὀδ. Φ. 421., Χ. 266· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ προσπαθοῦντος νὰ βάλῃ τὴν κλεῖδα εἰς τὸ [[κλεῖθρον]], [[ἄντα]] τιτυσκομένη Φ. 48· - [[ὡσαύτως]], χερσὶ τιτυσκόμενος, ἐπὶ πύκτου, Θεόκρ. 22. 88· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[φώριον]] [[βλέμμα]] τιτύκεσθαί τινος, ῥίπτειν λαθραῖον [[βλέμμα]] [[πρός]] τινα, Ἀνθ. Π. 5. 221. 2) μεταφορ., φρεσὶ [[τιτύσκομαι]], «[[σκοπεύω]]» τι κατὰ νοῦν, διανοοῦμαι, [[σχεδιάζω]], μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ν. 558· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, [[ὄφρα]] σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ [[νῆες]] Ὀδ. Θ. 556.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> <i>c.</i> [[τεύχω]] : préparer : [[πῦρ]] IL du feu ; ὑπ’ [[ὄχεσφι]] ἵππω IL atteler deux chevaux à un char;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[τυγχάνω]] : viser, chercher à atteindre : τινος [[δουρί]] IL chercher à frapper qqn de sa lance ; <i>fig.</i> φρεσί IL viser par la pensée, se proposer de, inf. ; <i>p. anal.</i> se diriger de soi-même au but <i>en parl. d'un navire</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Τυχ, toucher le but, avec redoubl. ; cf. [[τεύχω]], [[τυγχάνω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth