Anonymous

φαντασία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1254.png Seite 1254]] ἡ, 1) das Sichtbarmachen, Zeigen, bes. das Ausstellen zur Schau, zum Prunke, das Prahlen. – 2) intrans., das Sichtbarwerden, Erscheinen, νεῶν App. B. C. 4, 102; – der Anblick, das Aussehen, Pol. 1, 37, 5 u. oft; auch das Aufsehen, das Einer durch sein prunkendes Erscheinen macht, Rufin. 37 (V, 27); dah. ἡ κατὰ τὴν εὐγένειαν [[φαντασία]] Pol. 32, 12, 6, der Glanz der Geburt, u. öfter; φαντασίας [[ἕνεκα]] D. Sic. 12, 83; vgl. Posidon. bei Ath. 212 a. – 3) der Zustand der Seele, wenn sie Sinneneindrücke empfängt, καὶ [[αἴσθησις]] Plat. Theaet. 152 c; bei den Stoikern die Vorstellung, sowohl das Vorgestellte (τὸ φανταστόν), als die Vorstellungskraft (τὸ φανταστικόν), S. Emp. oft. – Besonders die Kraft der Seele, sich Dinge als wirklich od. gegenwärtig vorzustellen, die nur in der Einbildung vorhanden od. abwesend sind, Einbildungskraft, Phantasie, S. Emp. pyrrh. 3, 241 u. A. – Aber auch ein Bild der Phantasie, eine Einbildung, καὶ [[δόξα]] Plat. Soph. 263 d; Theaet. 161 c. – Verlangen, Gelüst nach abwesenden Dingen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1254.png Seite 1254]] ἡ, 1) das Sichtbarmachen, Zeigen, bes. das Ausstellen zur Schau, zum Prunke, das Prahlen. – 2) intrans., das Sichtbarwerden, Erscheinen, νεῶν App. B. C. 4, 102; – der Anblick, das Aussehen, Pol. 1, 37, 5 u. oft; auch das Aufsehen, das Einer durch sein prunkendes Erscheinen macht, Rufin. 37 (V, 27); dah. ἡ κατὰ τὴν εὐγένειαν [[φαντασία]] Pol. 32, 12, 6, der Glanz der Geburt, u. öfter; φαντασίας [[ἕνεκα]] D. Sic. 12, 83; vgl. Posidon. bei Ath. 212 a. – 3) der Zustand der Seele, wenn sie Sinneneindrücke empfängt, καὶ [[αἴσθησις]] Plat. Theaet. 152 c; bei den Stoikern die Vorstellung, sowohl das Vorgestellte (τὸ φανταστόν), als die Vorstellungskraft (τὸ φανταστικόν), S. Emp. oft. – Besonders die Kraft der Seele, sich Dinge als wirklich od. gegenwärtig vorzustellen, die nur in der Einbildung vorhanden od. abwesend sind, Einbildungskraft, Phantasie, S. Emp. pyrrh. 3, 241 u. A. – Aber auch ein Bild der Phantasie, eine Einbildung, καὶ [[δόξα]] Plat. Soph. 263 d; Theaet. 161 c. – Verlangen, Gelüst nach abwesenden Dingen, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> apparition de choses extraordinaires <i>ou</i> qui font illusion, vision;<br /><b>II.</b> spectacle, coup d'œil, aspect <i>particul. de choses extraordinaires et propres à frapper l'imagination</i> ; étalage, montre, ostentation;<br /><b>III.</b> action de se figurer par l'imagination, <i>d'où</i><br /><b>1</b> image qui s'offre à l'esprit, idée;<br /><b>2</b> faculté de se représenter par l'esprit, imagination ; ARSTT représentation.<br />'''Étymologie:''' [[φαντάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φαντᾰσία''': ἡ, τὸ ἐξωτερικὸν φαινόμενον πράγματός τινος, [[ἐπίδειξις]], Πολύβ. 32. 12, 6, [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 212C. ΙΙ ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ἡ [[δύναμις]] δι’ ἧς ἔννοιά τις γίνεται φανερὰ (φαίνεται.) εἰς τὸν νοῦν (ὅτε τὸ οὕτω παρουσιαζόμενον εἰς τὸν νοῦν καλεῖται [[φάντασμα]])· [[εἶναι]] δὲ κατὰ τὸν Πλάτωνα [[δόξα]] παρουσιαζομένη εἰς τὸ [[πνεῦμα]] οὐχὶ [[ἁπλῶς]] ἀλλὰ διὰ τῆς αἰσθήσεως, Σοφιστ. 264Α· ἐν ᾧ ὁ Ἀριστ. ὁρίζει αὐτὴν ὡς κίνησιν τοῦ νοῦ παραγομένην διὰ τῆς αἰσθήσεως, περὶ Ψυχ. 3. 3 20. ἢ χαλαρώτερον ὡς αἴσθησίν τινα ἀσθενῆ, ὁποίαν προσδοκᾷ τις ἢ ἀναμιμνήσκεται, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ζωηρὰν ἐντύπωσιν τὴν ἐκ τῶν παρόντων πραγμάτων, Ρητ. 1. 11, 6· ἀποδίδει δὲ τὴν δύναμιν ταύτην εἰς τὰ ζῷα, [[ἅπερ]] ζῶσι ταῖς φαντασίαις καὶ ταῖς μνήμαις, Μετά τὰ Φυσικ. 1, 1, 3, πρβλ. περὶ Ψυχ. 3. 3. 13. 2) ἀντικειμενικῶς, σχεδὸν ὡς τὸ [[φάντασμα]], [[παράστασις]], ἢ [[ἐντύπωσις]] εἰς τὸν νοῦν τινος, [[ἴνδαλμα]], τὸ τοῦ Κικέρωνος vi??m, (τὸ δὲ ἀντικείμενον ἐξ οὗ ἡ [[ἐντύπωσις]] λέγεται τὸ φανταστόν, καὶ τὸ φανταστικόν, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ νοῦ ἡ γινομένη ἐκ τῶν φανταστῶν, Πλούτ. 2. 900D, Ε), φαντασίαι καὶ δόξαι Πλάτ. Θεαίτ. 161Ε, πρβλ. 152C, Σοφιστ. 263D· ― ἡ [[λέξις]] ἦν ἐν πολλῇ χρήσει, παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, πρβλ. Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1046F, 1055F κἑξ.· καὶ εἰσήχθη εἰς τὴν Λατινικὴν ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος, Πλουτ. Κικ. 40.
|lstext='''φαντᾰσία''': ἡ, τὸ ἐξωτερικὸν φαινόμενον πράγματός τινος, [[ἐπίδειξις]], Πολύβ. 32. 12, 6, [[Ποσειδώνιος]] παρ’ Ἀθην. 212C. ΙΙ ὡς φιλοσοφικὸς ὅρος, ἡ [[δύναμις]] δι’ ἧς ἔννοιά τις γίνεται φανερὰ (φαίνεται.) εἰς τὸν νοῦν (ὅτε τὸ οὕτω παρουσιαζόμενον εἰς τὸν νοῦν καλεῖται [[φάντασμα]])· [[εἶναι]] δὲ κατὰ τὸν Πλάτωνα [[δόξα]] παρουσιαζομένη εἰς τὸ [[πνεῦμα]] οὐχὶ [[ἁπλῶς]] ἀλλὰ διὰ τῆς αἰσθήσεως, Σοφιστ. 264Α· ἐν ᾧ ὁ Ἀριστ. ὁρίζει αὐτὴν ὡς κίνησιν τοῦ νοῦ παραγομένην διὰ τῆς αἰσθήσεως, περὶ Ψυχ. 3. 3 20. ἢ χαλαρώτερον ὡς αἴσθησίν τινα ἀσθενῆ, ὁποίαν προσδοκᾷ τις ἢ ἀναμιμνήσκεται, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ζωηρὰν ἐντύπωσιν τὴν ἐκ τῶν παρόντων πραγμάτων, Ρητ. 1. 11, 6· ἀποδίδει δὲ τὴν δύναμιν ταύτην εἰς τὰ ζῷα, [[ἅπερ]] ζῶσι ταῖς φαντασίαις καὶ ταῖς μνήμαις, Μετά τὰ Φυσικ. 1, 1, 3, πρβλ. περὶ Ψυχ. 3. 3. 13. 2) ἀντικειμενικῶς, σχεδὸν ὡς τὸ [[φάντασμα]], [[παράστασις]], ἢ [[ἐντύπωσις]] εἰς τὸν νοῦν τινος, [[ἴνδαλμα]], τὸ τοῦ Κικέρωνος vi??m, (τὸ δὲ ἀντικείμενον ἐξ οὗ ἡ [[ἐντύπωσις]] λέγεται τὸ φανταστόν, καὶ τὸ φανταστικόν, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ νοῦ ἡ γινομένη ἐκ τῶν φανταστῶν, Πλούτ. 2. 900D, Ε), φαντασίαι καὶ δόξαι Πλάτ. Θεαίτ. 161Ε, πρβλ. 152C, Σοφιστ. 263D· ― ἡ [[λέξις]] ἦν ἐν πολλῇ χρήσει, παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, πρβλ. Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1046F, 1055F κἑξ.· καὶ εἰσήχθη εἰς τὴν Λατινικὴν ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος, Πλουτ. Κικ. 40.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> apparition de choses extraordinaires <i>ou</i> qui font illusion, vision;<br /><b>II.</b> spectacle, coup d'œil, aspect <i>particul. de choses extraordinaires et propres à frapper l'imagination</i> ; étalage, montre, ostentation;<br /><b>III.</b> action de se figurer par l'imagination, <i>d'où</i><br /><b>1</b> image qui s'offre à l'esprit, idée;<br /><b>2</b> faculté de se représenter par l'esprit, imagination ; ARSTT représentation.<br />'''Étymologie:''' [[φαντάζω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR