Anonymous

φρέαρ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1304.png Seite 1304]] gen. φρέατος, τό, ion. und ep. [[φρεῖαρ]], φρείατος, att. auch zsgz. φρητός, [[Brunnen]]; bei Hom. Il. 21, 197 πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν vrbdn; vgl. h. Cer. 99; Her. 6, 119; Ar. Pax 569 Plut. 810 u. öfter; eine Cisterne oder ein Ziehbrunnen, im Ggstz von [[κρήνη]], Thuc. 2, 48, wie Dem. 14, 30; übh. Wasserbehälter, εἰς [[φρέαρ]] καταβαίνοντες καὶ κολυμβῶντες Plat. Lach. 193 c, vgl. Prot. 349 e; auch Oelfaß, Ar. Übertr. sagt Plat. εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν ἐμπίπτειν ὑπὸ ἀπειρίας, Theaet. 174 c. – [Α ist in den mehrsylbigen Casus bei den Epikern kurz, bei den Att. gew. lang; vgl. Buttm. Lexil. I p. 229; mit einigen Ausnahmen bei den Komikern.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1304.png Seite 1304]] gen. φρέατος, τό, ion. und ep. [[φρεῖαρ]], φρείατος, att. auch zsgz. φρητός, [[Brunnen]]; bei Hom. Il. 21, 197 πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν vrbdn; vgl. h. Cer. 99; Her. 6, 119; Ar. Pax 569 Plut. 810 u. öfter; eine Cisterne oder ein Ziehbrunnen, im Ggstz von [[κρήνη]], Thuc. 2, 48, wie Dem. 14, 30; übh. Wasserbehälter, εἰς [[φρέαρ]] καταβαίνοντες καὶ κολυμβῶντες Plat. Lach. 193 c, vgl. Prot. 349 e; auch Oelfaß, Ar. Übertr. sagt Plat. εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν ἐμπίπτειν ὑπὸ ἀπειρίας, Theaet. 174 c. – [Α ist in den mehrsylbigen Casus bei den Epikern kurz, bei den Att. gew. lang; vgl. Buttm. Lexil. I p. 229; mit einigen Ausnahmen bei den Komikern.]
}}
{{bailly
|btext=φρέατος (τό) :<br /><b>I.</b> puits : <i>◊ [[proverb|prov.]]</i> ἡ περὶ τὸ [[φρέαρ]] [[ὄρχησις]] PLUT la danse autour du puits <i>en parl. de <i>pers.</i> qui ne voient pas le danger</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> citerne, réservoir d'eau;<br /><b>2</b> cuve pour l'huile nouvelle.<br />'''Étymologie:''' p. *φρέϜαρ &gt; *φρύαρ, de *Ϝρύω, c. [[ἐρύω]], puiser.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φρέαρ''': τό, γενικ. φρέᾱτος, (ἴδε ἐν τέλει), συνῃρ. φρητὸς (κατὰ τὸν Χοιροβοσκ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 800. 10)˙ Ἐπικ. πληθ. φρείᾰτα. Πηγὴ ὕδατος τεχνικὴ (διακρινόμενη κατὰ τοῦτο τῆς κρήνης, πρβλ. Δημ. 186. 16), πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Ἰλ. Φ. 197 ὁ κοινὸς [[τύπος]] πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 99, Ἡρόδ. 6. 119). 2) μεθ’ Ὅμηρον ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πηγάδι», Λατ. puteus, Ἡρόδ. 1. 68., 4. 120, Θουκ. 2. 48, 49˙ εἰς φρ. καταβαίνειν καὶ κολυμβᾶν Πλάτ. Λάχ. 193C, πρβλ. Πρωτ. 350Α˙ φρ. ὀρύσσειν Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 8. 120˙ ποιητὰ φρ., ἴδε ποιητὸς Ι˙ ― [[καθόλου]], [[βόθρος]], [[ὄρυγμα]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΝΔϳ, 24)˙ ― [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, Ἀριστοφ. Πλ. 810. 3). μεταφορ, εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν Πλάτ. Θεαίτ. 174C· ἐν φρέατι συνεχόμενος [[αὐτόθι]] 165Β˙ ἡ περὶ τὸ [[φρέαρ]] [[ὄρχησις]], [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπων εὑρισκομένων εἰς τὸ [[χεῖλος]] τοῦ ὀλέθρου, Πλούτ. 2. 68Α˙ πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος, [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπου πολυπότου, Ἀθήν. 192Α, 461C. (Πρβλ. Γοτθ. brunna, Ἀρχ. Γερμ. brunno, Γερμ. brunnen, Ἀρχ. Ἀγγλ. burn, bourne)˙ [[ἴσως]] (ὡς νομίζει ὁ Grimm) συγγενὲς τῷ fervere (brennen)˙ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 415). [Ἀττικ. γεν. φρέᾱτος. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1004, ἐν «Εἰρήνῃ δευτέρᾳ» 3 (Meineke), Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 1, Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 2, [[Ἀπολλόδωρος]] ὁ Γελῷος ἐν «Ἀπολειπούσῃ» 1˙ οὕτω φρεᾱτιαῖος˙ πρβλ. [[κέρας]]].
|lstext='''φρέαρ''': τό, γενικ. φρέᾱτος, (ἴδε ἐν τέλει), συνῃρ. φρητὸς (κατὰ τὸν Χοιροβοσκ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 800. 10)˙ Ἐπικ. πληθ. φρείᾰτα. Πηγὴ ὕδατος τεχνικὴ (διακρινόμενη κατὰ τοῦτο τῆς κρήνης, πρβλ. Δημ. 186. 16), πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Ἰλ. Φ. 197 ὁ κοινὸς [[τύπος]] πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 99, Ἡρόδ. 6. 119). 2) μεθ’ Ὅμηρον ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πηγάδι», Λατ. puteus, Ἡρόδ. 1. 68., 4. 120, Θουκ. 2. 48, 49˙ εἰς φρ. καταβαίνειν καὶ κολυμβᾶν Πλάτ. Λάχ. 193C, πρβλ. Πρωτ. 350Α˙ φρ. ὀρύσσειν Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 8. 120˙ ποιητὰ φρ., ἴδε ποιητὸς Ι˙ ― [[καθόλου]], [[βόθρος]], [[ὄρυγμα]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΝΔϳ, 24)˙ ― [[ἀγγεῖον]] ἐλαίου, Ἀριστοφ. Πλ. 810. 3). μεταφορ, εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν Πλάτ. Θεαίτ. 174C· ἐν φρέατι συνεχόμενος [[αὐτόθι]] 165Β˙ ἡ περὶ τὸ [[φρέαρ]] [[ὄρχησις]], [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπων εὑρισκομένων εἰς τὸ [[χεῖλος]] τοῦ ὀλέθρου, Πλούτ. 2. 68Α˙ πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος, [[παροιμία]] ἐπὶ ἀνθρώπου πολυπότου, Ἀθήν. 192Α, 461C. (Πρβλ. Γοτθ. brunna, Ἀρχ. Γερμ. brunno, Γερμ. brunnen, Ἀρχ. Ἀγγλ. burn, bourne)˙ [[ἴσως]] (ὡς νομίζει ὁ Grimm) συγγενὲς τῷ fervere (brennen)˙ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 415). [Ἀττικ. γεν. φρέᾱτος. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1004, ἐν «Εἰρήνῃ δευτέρᾳ» 3 (Meineke), Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 1, Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 2, [[Ἀπολλόδωρος]] ὁ Γελῷος ἐν «Ἀπολειπούσῃ» 1˙ οὕτω φρεᾱτιαῖος˙ πρβλ. [[κέρας]]].
}}
{{bailly
|btext=φρέατος (τό) :<br /><b>I.</b> puits : <i>◊ [[proverb|prov.]]</i> ἡ περὶ τὸ [[φρέαρ]] [[ὄρχησις]] PLUT la danse autour du puits <i>en parl. de <i>pers.</i> qui ne voient pas le danger</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> citerne, réservoir d'eau;<br /><b>2</b> cuve pour l'huile nouvelle.<br />'''Étymologie:''' p. *φρέϜαρ &gt; *φρύαρ, de *Ϝρύω, c. [[ἐρύω]], puiser.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR