Anonymous

φείδων: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] ωνος, ὁ, = [[φειδωλός]], 1) sparsam. – 2) ein Oelgefäß mit engem Halse, das nur wenig auslaufen läßt, Poll. 10, 179. – S. nom. propr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1260.png Seite 1260]] ωνος, ὁ, = [[φειδωλός]], 1) sparsam. – 2) ein Oelgefäß mit engem Halse, das nur wenig auslaufen läßt, Poll. 10, 179. – S. nom. propr.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />homme parcimonieux, avare.<br />'''Étymologie:''' [[φείδομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φείδων''': -ωνος, ὁ, [[ἀγγεῖον]] ἐλαιηρὸν ἔχον στενὸν λαιμόν, δι’ οὗ ὀλίγον μόνον [[ἔλαιον]] δύναται νὰ ἐκρεύσῃ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 440· οὕτω, φειδώνιον (Φειδώνιον Κόβητ. παρὰ Κόντῳ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 329) [[μέτρον]] Θεοφρ. Χαρακτ. 30. 5, πρβλ. Στράβ. 358, Ἀλκίφρων 3. 5, 7 ([[ἔνθα]] φειδωλῷ), Cobet. V. LL. 66. ΙΙ. ὡς κύριον [[ὄνομα]] Φείδων, βασιλεὺς τοῦ Ἄργους, ὁ συστηματοποιήσας τὰ Ἑλληνικὰ μέτρα καὶ σταθμά, ἴδε Λεξ. Βιογραφ. 2) [[ὄνομα]] γέροντος παρὰ τοῖς κωμικοῖς, = [[φειδωλός]], [[Χρέμης]] τις ἢ Φείδων τις ἐκσυρίττεται Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21, κλπ.· ― [[ὅθεν]] καὶ τὸ κωμ. πατρωνυμ. Φειδωνίδης, ου, ὁ, ὁ τοῦ Φείδωνος [[ἔκγονος]], ὁ [[φειδωλός]], ἐγὼ δὲ τοῦ πάππου’ τιθέμην [[ὄνομα]] Φειδωνίδην Ἀριστοφ. Νεφ. 65.
|lstext='''φείδων''': -ωνος, ὁ, [[ἀγγεῖον]] ἐλαιηρὸν ἔχον στενὸν λαιμόν, δι’ οὗ ὀλίγον μόνον [[ἔλαιον]] δύναται νὰ ἐκρεύσῃ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 440· οὕτω, φειδώνιον (Φειδώνιον Κόβητ. παρὰ Κόντῳ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 329) [[μέτρον]] Θεοφρ. Χαρακτ. 30. 5, πρβλ. Στράβ. 358, Ἀλκίφρων 3. 5, 7 ([[ἔνθα]] φειδωλῷ), Cobet. V. LL. 66. ΙΙ. ὡς κύριον [[ὄνομα]] Φείδων, βασιλεὺς τοῦ Ἄργους, ὁ συστηματοποιήσας τὰ Ἑλληνικὰ μέτρα καὶ σταθμά, ἴδε Λεξ. Βιογραφ. 2) [[ὄνομα]] γέροντος παρὰ τοῖς κωμικοῖς, = [[φειδωλός]], [[Χρέμης]] τις ἢ Φείδων τις ἐκσυρίττεται Ἀντιφάν. ἐν «Ποιήσει» 1. 21, κλπ.· ― [[ὅθεν]] καὶ τὸ κωμ. πατρωνυμ. Φειδωνίδης, ου, ὁ, ὁ τοῦ Φείδωνος [[ἔκγονος]], ὁ [[φειδωλός]], ἐγὼ δὲ τοῦ πάππου’ τιθέμην [[ὄνομα]] Φειδωνίδην Ἀριστοφ. Νεφ. 65.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />homme parcimonieux, avare.<br />'''Étymologie:''' [[φείδομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml