Anonymous

ἀγρός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0024.png Seite 24]] ὁ, Acker, ager (verw. [[ἔργον]], Werk), bearbeitetes Land, bes. ländliche Besitzung im Ggstz. der Stadt, [[ἄστυ]], auch ἀγρὸν πολυδένδρεον Od. 23, 139. Oft im plur., wo wir collectiv. das Land sagen; οἱ ἐν τοῖς ἀγροῖς u. οἱ ἐκ τῶν ἀγρῶν, die Landleute.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0024.png Seite 24]] ὁ, Acker, ager (verw. [[ἔργον]], Werk), bearbeitetes Land, bes. ländliche Besitzung im Ggstz. der Stadt, [[ἄστυ]], auch ἀγρὸν πολυδένδρεον Od. 23, 139. Oft im plur., wo wir collectiv. das Land sagen; οἱ ἐν τοῖς ἀγροῖς u. οἱ ἐκ τῶν ἀγρῶν, die Landleute.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> champ, <i>d'ord. au pl. ; au sg.</i> bien de campagne;<br /><b>2</b> la campagne, <i>p. opp. à la ville</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> ager.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγρός''': -οῦ, ὁ, [[χωράφιον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ἀγροί, χωράφια, Ἰλ. Ψ. 832, Ὀδ. Δ. 757, Πινδ. Π. 4. 265, Πλάτ., κτλ.: - καθ’ ἑν., [[κτῆμα]], ὑποστατικόν, Ὀδ. Ω. 205. 2) οἱ ἀγροί, ἡ [[ἐξοχή]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[πόλις]], Ὀδ. Ρ. 182, καὶ ἀλλ.· ἀγρὸν τὰν πόλιν ποιεῖς, Ἐπίχ. 162· πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 884· ἀγρῷ, ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐν τῇ ἐξοχῇ. Ὀδ. Λ. 188· ἐπ’ ἀγροῦ, ἐν τῇ ἐξοχῇ, Α. 190, Χ. 47· ἐπ’ ἀγροῦ [[νόσφι]] πόληος, Α. 185· ἐν τῷ πληθ.· κατὰ πτόλιν ἠὲ κατ’ ἀγρούς, Ρ. 18· ἐν οἴκοις, ἢ ἐν ἀγροῖς, Σοφ. Ο. Τ. 112· ἐπ’ ἀγρῶν. αὐτ. 1049· ἀγροῖσι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 313· τόν ἐξ ἀγρῶν, αὐτ. 1051· οὕτω τά ἐξ ἀγρῶν, Θουκ. 2. 13· πρβλ. 14· κατ’ ἀγρούς, Κρατίνου Ἄδηλ. 178, Πλάτ. Νόμ. 881C· οἰκεῖν ἐν ἀγρῷ, Ἀρ. Ἀπ. 344. 2· τά ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα, καρποί, Ξεν. Ἀπομ. 2. 9, 4., πρβλ. Ἀν. 5. 3, 9. -Παροιμ., οὐδὲν ἐξ ἀγροῦ λέγεις, ἀγροῦ [[πλέως]], ὅ ἐ. [[ἄγροικος]], (ὃ ἴδε) Σουΐδ., Ἡσύχ. (√ ΑΓΡ, ἐξ ἧς καὶ τὸ [[ἄγριος]], κτλ.· Σανσκρ. aǵras (aequor), Λατ. ager, Γοτθ. akrs, Ἀρχ. Σκανδιναυϊκ. akr, Ἀγγλοσαξ. aecer, Ἀγγλ. acre). [ἄ φύσει βραχύ, ἀλλὰ συχν. εὕρηται μακρὸν πλὴν παρὰ κωμικοῖς, οἵτινες ἀεὶ ἔχουσιν αὐτὸ βραχύ, ἐξαιρέσει τοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 579, Φιλήμ. Ἄδηλ. 21· τό: [[ἀγρόθεν]], παρ’ Ἀλκαί. ἐν «Κωμῳδοτραγῳδίαις» Ι, [[εἶναι]] [[παρῳδία]] εἰς τὸ τοῦ Εὐριπ. [[ἀγρόθεν]] πυλῶν ἔσω βαίνων. Ὀρέστ. 866].
|lstext='''ἀγρός''': -οῦ, ὁ, [[χωράφιον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ἀγροί, χωράφια, Ἰλ. Ψ. 832, Ὀδ. Δ. 757, Πινδ. Π. 4. 265, Πλάτ., κτλ.: - καθ’ ἑν., [[κτῆμα]], ὑποστατικόν, Ὀδ. Ω. 205. 2) οἱ ἀγροί, ἡ [[ἐξοχή]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[πόλις]], Ὀδ. Ρ. 182, καὶ ἀλλ.· ἀγρὸν τὰν πόλιν ποιεῖς, Ἐπίχ. 162· πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 884· ἀγρῷ, ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐν τῇ ἐξοχῇ. Ὀδ. Λ. 188· ἐπ’ ἀγροῦ, ἐν τῇ ἐξοχῇ, Α. 190, Χ. 47· ἐπ’ ἀγροῦ [[νόσφι]] πόληος, Α. 185· ἐν τῷ πληθ.· κατὰ πτόλιν ἠὲ κατ’ ἀγρούς, Ρ. 18· ἐν οἴκοις, ἢ ἐν ἀγροῖς, Σοφ. Ο. Τ. 112· ἐπ’ ἀγρῶν. αὐτ. 1049· ἀγροῖσι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 313· τόν ἐξ ἀγρῶν, αὐτ. 1051· οὕτω τά ἐξ ἀγρῶν, Θουκ. 2. 13· πρβλ. 14· κατ’ ἀγρούς, Κρατίνου Ἄδηλ. 178, Πλάτ. Νόμ. 881C· οἰκεῖν ἐν ἀγρῷ, Ἀρ. Ἀπ. 344. 2· τά ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα, καρποί, Ξεν. Ἀπομ. 2. 9, 4., πρβλ. Ἀν. 5. 3, 9. -Παροιμ., οὐδὲν ἐξ ἀγροῦ λέγεις, ἀγροῦ [[πλέως]], ὅ ἐ. [[ἄγροικος]], (ὃ ἴδε) Σουΐδ., Ἡσύχ. (√ ΑΓΡ, ἐξ ἧς καὶ τὸ [[ἄγριος]], κτλ.· Σανσκρ. aǵras (aequor), Λατ. ager, Γοτθ. akrs, Ἀρχ. Σκανδιναυϊκ. akr, Ἀγγλοσαξ. aecer, Ἀγγλ. acre). [ἄ φύσει βραχύ, ἀλλὰ συχν. εὕρηται μακρὸν πλὴν παρὰ κωμικοῖς, οἵτινες ἀεὶ ἔχουσιν αὐτὸ βραχύ, ἐξαιρέσει τοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 579, Φιλήμ. Ἄδηλ. 21· τό: [[ἀγρόθεν]], παρ’ Ἀλκαί. ἐν «Κωμῳδοτραγῳδίαις» Ι, [[εἶναι]] [[παρῳδία]] εἰς τὸ τοῦ Εὐριπ. [[ἀγρόθεν]] πυλῶν ἔσω βαίνων. Ὀρέστ. 866].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> champ, <i>d'ord. au pl. ; au sg.</i> bien de campagne;<br /><b>2</b> la campagne, <i>p. opp. à la ville</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> ager.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth