Anonymous

ἀνακομίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0193.png Seite 193]] hinauf bringen, ἀνακομισθέντων τούτων, nachdem sie den Nil stromaufwärts gefahren, Her. 2, 115; τὰ ὅπλα εἰς τὴν ἀκρόπολιν Xen. Hell. 2, 3, 14. – Med., für sich zusammenbringen, χωρία, ἐν οἷς τὰ ἐπιτήδεια πάντα εἶχον ἀνακεκομισμένοι Xen. An. 4, 7, 1; [[ἔπος]], einen Ausspruch erfüllen, Pind. P. 4, 9; τύχην Eur. Hipp. 831; Dion. H. 3, 23 u. öfter Plut. – Pass., zurückkehren, Pol. ἀνακομισθῆναι 2, 96, 14; οἱ ἐκ τῆς ναυαγίας ἀνακομισθέντες, die aus dem Schiffbruch Geretteten, 1, 38, 5; vgl. Her. 5, 85.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0193.png Seite 193]] hinauf bringen, ἀνακομισθέντων τούτων, nachdem sie den Nil stromaufwärts gefahren, Her. 2, 115; τὰ ὅπλα εἰς τὴν ἀκρόπολιν Xen. Hell. 2, 3, 14. – Med., für sich zusammenbringen, χωρία, ἐν οἷς τὰ ἐπιτήδεια πάντα εἶχον ἀνακεκομισμένοι Xen. An. 4, 7, 1; [[ἔπος]], einen Ausspruch erfüllen, Pind. P. 4, 9; τύχην Eur. Hipp. 831; Dion. H. 3, 23 u. öfter Plut. – Pass., zurückkehren, Pol. ἀνακομισθῆναι 2, 96, 14; οἱ ἐκ τῆς ναυαγίας ἀνακομισθέντες, die aus dem Schiffbruch Geretteten, 1, 38, 5; vgl. Her. 5, 85.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ([[ἀνά]], en haut) porter en haut, monter;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]], en arrière) rapporter, ramener ; <i>Pass.</i> être ramené ; revenir;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνακομίζομαι (<i>ao.</i> ἀνεκομισάμην) porter en arrière, mettre en réserve.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κομίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακομίζω''': ποιητ. ἀγκομ- (ἴδε [[κομίζω]]): - [[φέρω]] [[ἐπάνω]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3. 20: - Παθ., Δείναρχ. 98. 43: ἰδίως φέρομαι πρὸς τὰ ἄνω τοῦ ῥεύματος, ἢ τὰ μεσογαιότερα τῆς χώρας, Ἡρόδ. 2. 115. ΙΙ. Μέσ., [[ἀνευρίσκω]] τι [[ὅπερ]] ἀπώλεσα καὶ [[παραλαμβάνω]] αὐτὸ [[ὀπίσω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], ἀνακτῶμαι, Ξεν. Ἀπομ. 2. 10, 1: - [[κομίζω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], τὰ ἐπιτήδεια πάντα εἶχον ἀνακεκομισμένοι Ξεν. Ἀν. 4. 7, 1 καὶ 17: - [[φέρω]] ἢ [[λαμβάνω]] τι [[ὀπίσω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], ὡς ἀνῆκον εἰς ἐμέ, Ἡρόδ. 5. 85, Θουκ. 6. 7: - Παθ., κομίζομαι ἄνω, Ἡρόδ. 3. 129, κτλ.· καὶ ἐπὶ προσώπ., [[ἔρχομαι]] ἢ [[ὑπάγω]] [[ὀπίσω]], [[ἐπανέρχομαι]], ἀνακομιζόμενος, ἐπανερχόμενος, ὁ αὐτ. 2. 107, Θουκ. 2. 31: -διασῴζομαι, Λατ. se recipere, τῶν ἐκ τῆς ναυαγίας ἀνακομισθέντων Πολύβ. 1. 38, 5· οὕτω καὶ μέσ., ἑαυτὸν ἀνακομίζεσθαι ἐκ... Πλουτ. Ἄρατ. 51. 2) ἐν μέσ. φωνῇ [[ὡσαύτως]], τὸ Μηδείας [[ἔπος]] ἀγκομίσαιθ’, «ἀνασώσειεν, ἀνακομίσειεν, ἐπιμελείας ἀξιώσειεν» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 15· ἀνακομίζομαι τύχαν δαιμόνων, [[ἐπαναφέρω]] ἐπ’ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἱππ. 831. ΙΙΙ. [[θεραπεύω]], «ἀνακομίσαι, θεραπεῦσαι, ἀνενέγκαι», Ἡσύχ. - [[ἔπειτα]] σιτίοισιν αὐτὸν ἀνακομίζειν ὑποχωρητικωτάτοισιν Ἱππ. 44. 41 (κατὰ τὴν παραπομ. Θ. Στ.)· μεταφ., πεπονηκυῖαι ἐξ ἀρχῆς ἀνακεκομίσθαι τὴν οἰκουμένην Ἀριστείδ. τόμ. 1. 225.
|lstext='''ἀνακομίζω''': ποιητ. ἀγκομ- (ἴδε [[κομίζω]]): - [[φέρω]] [[ἐπάνω]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3. 20: - Παθ., Δείναρχ. 98. 43: ἰδίως φέρομαι πρὸς τὰ ἄνω τοῦ ῥεύματος, ἢ τὰ μεσογαιότερα τῆς χώρας, Ἡρόδ. 2. 115. ΙΙ. Μέσ., [[ἀνευρίσκω]] τι [[ὅπερ]] ἀπώλεσα καὶ [[παραλαμβάνω]] αὐτὸ [[ὀπίσω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], ἀνακτῶμαι, Ξεν. Ἀπομ. 2. 10, 1: - [[κομίζω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], τὰ ἐπιτήδεια πάντα εἶχον ἀνακεκομισμένοι Ξεν. Ἀν. 4. 7, 1 καὶ 17: - [[φέρω]] ἢ [[λαμβάνω]] τι [[ὀπίσω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], ὡς ἀνῆκον εἰς ἐμέ, Ἡρόδ. 5. 85, Θουκ. 6. 7: - Παθ., κομίζομαι ἄνω, Ἡρόδ. 3. 129, κτλ.· καὶ ἐπὶ προσώπ., [[ἔρχομαι]] ἢ [[ὑπάγω]] [[ὀπίσω]], [[ἐπανέρχομαι]], ἀνακομιζόμενος, ἐπανερχόμενος, ὁ αὐτ. 2. 107, Θουκ. 2. 31: -διασῴζομαι, Λατ. se recipere, τῶν ἐκ τῆς ναυαγίας ἀνακομισθέντων Πολύβ. 1. 38, 5· οὕτω καὶ μέσ., ἑαυτὸν ἀνακομίζεσθαι ἐκ... Πλουτ. Ἄρατ. 51. 2) ἐν μέσ. φωνῇ [[ὡσαύτως]], τὸ Μηδείας [[ἔπος]] ἀγκομίσαιθ’, «ἀνασώσειεν, ἀνακομίσειεν, ἐπιμελείας ἀξιώσειεν» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 15· ἀνακομίζομαι τύχαν δαιμόνων, [[ἐπαναφέρω]] ἐπ’ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἱππ. 831. ΙΙΙ. [[θεραπεύω]], «ἀνακομίσαι, θεραπεῦσαι, ἀνενέγκαι», Ἡσύχ. - [[ἔπειτα]] σιτίοισιν αὐτὸν ἀνακομίζειν ὑποχωρητικωτάτοισιν Ἱππ. 44. 41 (κατὰ τὴν παραπομ. Θ. Στ.)· μεταφ., πεπονηκυῖαι ἐξ ἀρχῆς ἀνακεκομίσθαι τὴν οἰκουμένην Ἀριστείδ. τόμ. 1. 225.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ([[ἀνά]], en haut) porter en haut, monter;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]], en arrière) rapporter, ramener ; <i>Pass.</i> être ramené ; revenir;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνακομίζομαι (<i>ao.</i> ἀνεκομισάμην) porter en arrière, mettre en réserve.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κομίζω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater