Anonymous

ἀναστέλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0209.png Seite 209]] 1) zurückschicken, -treiben, -halten, Xen. An. 5, 4, 23 Pol. 8, 6 u. s. w.; τί τινος, z. B. ναῦν ὁρμῆς, am Fahren hindern, Ael. H. A. 2, 17; pass., Halt machen, Thuc. 3, 98 Pol. 9, 22, thun, als wolle man sich zurückziehen, u. übh. sich verstellen, wie tergiversari; ἀναστέλλειν τὴν γῆν, wegschaffen, D. Sic. 17, 82. – Med., ἀνεστέλλοντο τροφήν, sie enthielten sich der Nahrung, Ael. H. A. – 2) in die Höhe schicken, ὀπωπάς Christod. ecphr. 65, die Augen emporrichten; allgem., aufheben, Nonn.; bes. von der Kleidung, aufschürzen, τὰ χιτώνια Ar. Eccl. 268; ἀνεσταλμένος [[χιτών]], ein hoch aufgeschürzter Rock, Plut., bes. med., sich aufschürzen. Bei Eur. Bacch. 685 νεβρίδας ἀνεστείλαντο = zogen sich wieder an.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0209.png Seite 209]] 1) zurückschicken, -treiben, -halten, Xen. An. 5, 4, 23 Pol. 8, 6 u. s. w.; τί τινος, z. B. ναῦν ὁρμῆς, am Fahren hindern, Ael. H. A. 2, 17; pass., Halt machen, Thuc. 3, 98 Pol. 9, 22, thun, als wolle man sich zurückziehen, u. übh. sich verstellen, wie tergiversari; ἀναστέλλειν τὴν γῆν, wegschaffen, D. Sic. 17, 82. – Med., ἀνεστέλλοντο τροφήν, sie enthielten sich der Nahrung, Ael. H. A. – 2) in die Höhe schicken, ὀπωπάς Christod. ecphr. 65, die Augen emporrichten; allgem., aufheben, Nonn.; bes. von der Kleidung, aufschürzen, τὰ χιτώνια Ar. Eccl. 268; ἀνεσταλμένος [[χιτών]], ein hoch aufgeschürzter Rock, Plut., bes. med., sich aufschürzen. Bei Eur. Bacch. 685 νεβρίδας ἀνεστείλαντο = zogen sich wieder an.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ([[ἀνά]], en haut) ramener en haut, relever : ἀνεσταλμένος [[χιτών]] PLUT tunique relevée;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]], en arrière) faire reculer, refouler ; arrêter, contenir : τινα avec l'inf. retenir <i>ou</i> détourner qqn de;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναστέλλομαι écarter, refuser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[στέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναστέλλω''': [[ἀναπέμπω]], [[ἐγείρω]], ὀπωπὰς Χριστοδ. Ἔκφρ. 63: ― Μέσ. ἀνασηκώνω καὶ ζώννω [[ἐπάνω]] τὰ ἱμάτιά μου, νεβρίδας τ’ ἀνεστείλανθ’ Εὐρ. Βάκχ. 696· ἀνεστέλλεσθ’ ἄνω τὰ χιτώνια Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 268· ἀπολ., ἀναστείλασθαι Ἀρτεμίδ. 4. 44: ― Παθ., ἀνεσταλμένῳ τῷ χιτῶνι, περιεζωσμένῳ ὑψηλά, Πλούτ. 2. 178C: ― πρβλ. [[ἀνασύρω]]. ΙΙ. [[ἀνέλκω]], [[σύρω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], π.χ. τὴν σάρκα κατὰ χειρουργικήν τινα ἐγχείρησιν, τάμνοντα δὲ χρὴ ἀναστεῖλαι τὴν σάρκα ἀπὸ τοῦ ὀστέου Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμάτ. 907, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 50, 6: ― Παθ., στρέφομαι πρὸς τὰ ἄνω, [[πτέρνα]] βραχεῖ ἄκρως ἀνέσταλται Ἱππ. Μοχλ. 855. 2) ἀπωθῶ, δὲν ἀφίνω νὰ πλησιάσῃ, ἐν χρήσει κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀποκρούσεως ἐφόδου εὐζώνων ἢ ψιλῶν, Εὐρ. Ι. Τ. 1378, Θουκ. 6. 70, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 23· οἱ ἄνεμοι ἀν. τὰ νέφη Ἀριστ. Προβλ. 26. 29· [[φόβος]] ἀν. τινὰ Αἰλ. π. Ζ. 5. 54: ― Μέσ., [[περιορίζω]] ἢ [[καταπνίγω]] τὰς ὁρμάς μου, ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Πολύβ. 9. 22, 9: ‒ - Παθ., [[ὑποστρέφω]], ἀποχωρῶ, [[μένω]] [[ὀπίσω]], Θουκ. 3. 98· μ. γεν., [[ἀναστέλλω]] ἐμαυτόν, τοῦ περαιτέρω χωρεῖν ἀναστέλλονται Αἰλ. π. Ζ. 8. 10. 3) μετακινῶ, σηκώνω, μετατοπίζω, «[[πάλιν]] ἀναστέλλουσι τὴν γῆν (ἀπὸ τῶν περικεχωσμένων [[ἀμπέλων]]) κατὰ τὸν τοῦ βλαστοῦ καιρόν» Διόδ. 17. 82. ΙΙΙ. κατὰ μέσ. τύπον, ἀρνοῦμαι νὰ [[λάβω]], ἀπέχομαι, περὶ ἐλέφαντος, [[τότε]] καὶ τροφὴν ἀνεστέλλετο Αἰλ. περὶ Ζ. 11. 14.
|lstext='''ἀναστέλλω''': [[ἀναπέμπω]], [[ἐγείρω]], ὀπωπὰς Χριστοδ. Ἔκφρ. 63: ― Μέσ. ἀνασηκώνω καὶ ζώννω [[ἐπάνω]] τὰ ἱμάτιά μου, νεβρίδας τ’ ἀνεστείλανθ’ Εὐρ. Βάκχ. 696· ἀνεστέλλεσθ’ ἄνω τὰ χιτώνια Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 268· ἀπολ., ἀναστείλασθαι Ἀρτεμίδ. 4. 44: ― Παθ., ἀνεσταλμένῳ τῷ χιτῶνι, περιεζωσμένῳ ὑψηλά, Πλούτ. 2. 178C: ― πρβλ. [[ἀνασύρω]]. ΙΙ. [[ἀνέλκω]], [[σύρω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], π.χ. τὴν σάρκα κατὰ χειρουργικήν τινα ἐγχείρησιν, τάμνοντα δὲ χρὴ ἀναστεῖλαι τὴν σάρκα ἀπὸ τοῦ ὀστέου Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμάτ. 907, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 50, 6: ― Παθ., στρέφομαι πρὸς τὰ ἄνω, [[πτέρνα]] βραχεῖ ἄκρως ἀνέσταλται Ἱππ. Μοχλ. 855. 2) ἀπωθῶ, δὲν ἀφίνω νὰ πλησιάσῃ, ἐν χρήσει κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀποκρούσεως ἐφόδου εὐζώνων ἢ ψιλῶν, Εὐρ. Ι. Τ. 1378, Θουκ. 6. 70, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 23· οἱ ἄνεμοι ἀν. τὰ νέφη Ἀριστ. Προβλ. 26. 29· [[φόβος]] ἀν. τινὰ Αἰλ. π. Ζ. 5. 54: ― Μέσ., [[περιορίζω]] ἢ [[καταπνίγω]] τὰς ὁρμάς μου, ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Πολύβ. 9. 22, 9: ‒ - Παθ., [[ὑποστρέφω]], ἀποχωρῶ, [[μένω]] [[ὀπίσω]], Θουκ. 3. 98· μ. γεν., [[ἀναστέλλω]] ἐμαυτόν, τοῦ περαιτέρω χωρεῖν ἀναστέλλονται Αἰλ. π. Ζ. 8. 10. 3) μετακινῶ, σηκώνω, μετατοπίζω, «[[πάλιν]] ἀναστέλλουσι τὴν γῆν (ἀπὸ τῶν περικεχωσμένων [[ἀμπέλων]]) κατὰ τὸν τοῦ βλαστοῦ καιρόν» Διόδ. 17. 82. ΙΙΙ. κατὰ μέσ. τύπον, ἀρνοῦμαι νὰ [[λάβω]], ἀπέχομαι, περὶ ἐλέφαντος, [[τότε]] καὶ τροφὴν ἀνεστέλλετο Αἰλ. περὶ Ζ. 11. 14.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ([[ἀνά]], en haut) ramener en haut, relever : ἀνεσταλμένος [[χιτών]] PLUT tunique relevée;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]], en arrière) faire reculer, refouler ; arrêter, contenir : τινα avec l'inf. retenir <i>ou</i> détourner qqn de;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναστέλλομαι écarter, refuser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[στέλλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml