3,274,313
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0337.png Seite 337]] ον ([[πρᾶγμα]]), 1) geschäftslos, bes. frei von Staatsgeschäften, ἀνὴρ [[ἰδιώτης]] ἀπρ. Plat. Rep. X, 620 c; αὐτουργοὶ καὶ ἀπράγμονες VIII, 565 a: öfter bei Dem., der es besonders von einem ruhigen, sich um die öffentlichen Geschäfte nicht kümmernden Manne braucht u. mit [[μέτριος]], [[ἀφιλόνεικος]] abdi, 42, 12. 40, 32; vgl. Thuc. 2, 40; Pol. setzt es dem [[πολυπράγμων]] entgegen, 9, 29, 2; dah. friedliebend, Thuc. 2, 64; [[πόλις]] 6. 18; τὸ ἄπραγμον, Friedensliebe, 2, 63; [[τόπος]] απράγμων, ein Ort ohne Gerichtshändel, Ar. Av. 44. – 2) sorglos, καὶ ἡδεῖα σίτων [[ἀπόλαυσις]] Xen. Mem. 2, 1, 33; ohne Mühe zu machen, τελευτὴ ἀπραγμονεσ τάτ η τοῖς φίλοις Xen. Apolog. 7, vgl. Ages. 4, 1. – Adv. [[ἀπραγμόνως]], ohne Händel zu erregen, friedlich, Xen. Hell. 6, 4, 27; vgl. Thuc. 6, 87. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0337.png Seite 337]] ον ([[πρᾶγμα]]), 1) geschäftslos, bes. frei von Staatsgeschäften, ἀνὴρ [[ἰδιώτης]] ἀπρ. Plat. Rep. X, 620 c; αὐτουργοὶ καὶ ἀπράγμονες VIII, 565 a: öfter bei Dem., der es besonders von einem ruhigen, sich um die öffentlichen Geschäfte nicht kümmernden Manne braucht u. mit [[μέτριος]], [[ἀφιλόνεικος]] abdi, 42, 12. 40, 32; vgl. Thuc. 2, 40; Pol. setzt es dem [[πολυπράγμων]] entgegen, 9, 29, 2; dah. friedliebend, Thuc. 2, 64; [[πόλις]] 6. 18; τὸ ἄπραγμον, Friedensliebe, 2, 63; [[τόπος]] απράγμων, ein Ort ohne Gerichtshändel, Ar. Av. 44. – 2) sorglos, καὶ ἡδεῖα σίτων [[ἀπόλαυσις]] Xen. Mem. 2, 1, 33; ohne Mühe zu machen, τελευτὴ ἀπραγμονεσ τάτ η τοῖς φίλοις Xen. Apolog. 7, vgl. Ages. 4, 1. – Adv. [[ἀπραγμόνως]], ohne Händel zu erregen, friedlich, Xen. Hell. 6, 4, 27; vgl. Thuc. 6, 87. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>I.</b> qui ne s'occupe pas d'affaires :<br /><b>1</b> qui aime la tranquillité, paisible;<br /><b>2</b> oisif ; <i>en mauv. part</i> inactif, inerte;<br /><b>II.</b> qui ne coûte aucune peine;<br /><i>Cp.</i> ἀπραγμονέστερος, <i>Sp.</i> ἀπραγμονέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πρᾶγμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπράγμων''': -ον, ὁ μὴ [[φιλοπράγμων]], «ἐπιεικής, [[μέτριος]] τοὺς τρόπους, [[οἷον]] οὐ [[φιλόνεικος]] ἢ [[φιλοπράγμων]] ἢ ἀνειμένος ἢ μωρὸς» (Σουΐδ.), συχν. παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ἀνθρώπων ζώντων ἐν τοῖς ἀγροῖς καὶ μὴ ἀναμιγνυομένων εἰς τὰ δημόσια πράγματα, [[ἄνθρωπος]] [[φιλήσυχος]], ἀντιθέτως πρὸς τὸν πολυπράγμονα (ἄνθρωπον ἀνήσυχον, ἀναμιγνυόμενον εἰς ξένα πράγματα), [[ὅστις]] δὲ πράσσει πολλὰ… [[μωρός]], παρὸν ζῆν [[ἡδέως]] ἀπράγμονα Εὐρ. Ἀποσπ. 193· ἂν τιν’ αὐτῶν γνῷς ἀπράγμον’ [[ὄντα]] καὶ κεχηνότα Ἀριστοφ. Ἱππ. 261· πρβλ. Ἀντιφῶντα 121. 13· αὐτουργοί τε καὶ ἀπράγμονες, χωρικοὶ, μὴ ἀναμιγνυόμενοι εἰς τὰ πολιτικά, Πλάτ. Πολ. 565Α· ἀπρ. καὶ [[ἀφιλόνεικος]], [[ἄκακος]] καὶ ἀπρ. Δημ. 1018.1., 1164. 13· οἱ ἀπρ. οὐκ ἄδικοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 10: - ἀλλ’ ἐν Ἀθήναις ὁ [[τοιοῦτος]] ἐθεωρεῖτο ὡς παραμελῶν τὰ δημόσια αὑτοῦ καθήκοντα, [[ὅθεν]] ὁ Περικλῆς λέγει, τὸν μηδὲν τῶνδε [τῶν πολιτικῶν] μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ’ ἀχρεῖον νομίζομεν Θουκ. 2. 40· οὕτω, [[πόλις]] ἀπρ., ἀπεχομένη τῶν ξένων πολιτικῶν, ὁ αὐτ. 6. 18: ἐπὶ τοῦ τρόπου τοῦ ζῆν καὶ τῶν ἕξεων τοιούτου ἀνθρώπου, ἀπηλλαγμένος φροντίδων, [[ἡσυχία]] ἀπρ. ὁ αὐτ. 1. 70· [[βίος]] ἀνδρός ἰδιώτου ἀπράγμονος Πλάτ. Πολ. 620C· τὸ ἄπραγμον = Λατ. olium, Θουκ. 2.63· οὕτω καὶ [[τόπος]] ἀπρ., [[τόπος]] ἀπηλλαγμένος δικαστηρίων καὶ ἐρίδων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 44· [[ἀπόλαυσις]] ἀπρ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 33: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. [[ἄνευ]] κόπου ἢ φροντίδος, Εὐρ. Ἀποσπ. 785· ἀπραγμόνως ζῆν ἡδὺ [[Ἀπολλόδωρος]] ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. ΙΙ. ἐπί πραγμάτων, ὁ μὴ προξενῶν ἐνόχλησιν εἴς τινα, ἐξέσται μοι τῇ τελευτῇ χρῆσθαι ἥ ῥᾴστη μὲν… κέκριται, ἀπραγμονεστάτη δὲ τοῖς φίλοις Ξεν. Ἀπολ. 7· [[οὕτως]], ἐπίρρ. -[[μόνως]], [[ἄνευ]] κόπου, ἀπόνως, Θουκ. 4. 61· σώζεσθαι ὁ αὐτ. 6. 87, Συγκρ. ἀπραγμονέστερον, Ξεν. Ἀγησ. 4. 1· ἀπρ. εἴρηται, ἀμελῶς, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 12. | |lstext='''ἀπράγμων''': -ον, ὁ μὴ [[φιλοπράγμων]], «ἐπιεικής, [[μέτριος]] τοὺς τρόπους, [[οἷον]] οὐ [[φιλόνεικος]] ἢ [[φιλοπράγμων]] ἢ ἀνειμένος ἢ μωρὸς» (Σουΐδ.), συχν. παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ἀνθρώπων ζώντων ἐν τοῖς ἀγροῖς καὶ μὴ ἀναμιγνυομένων εἰς τὰ δημόσια πράγματα, [[ἄνθρωπος]] [[φιλήσυχος]], ἀντιθέτως πρὸς τὸν πολυπράγμονα (ἄνθρωπον ἀνήσυχον, ἀναμιγνυόμενον εἰς ξένα πράγματα), [[ὅστις]] δὲ πράσσει πολλὰ… [[μωρός]], παρὸν ζῆν [[ἡδέως]] ἀπράγμονα Εὐρ. Ἀποσπ. 193· ἂν τιν’ αὐτῶν γνῷς ἀπράγμον’ [[ὄντα]] καὶ κεχηνότα Ἀριστοφ. Ἱππ. 261· πρβλ. Ἀντιφῶντα 121. 13· αὐτουργοί τε καὶ ἀπράγμονες, χωρικοὶ, μὴ ἀναμιγνυόμενοι εἰς τὰ πολιτικά, Πλάτ. Πολ. 565Α· ἀπρ. καὶ [[ἀφιλόνεικος]], [[ἄκακος]] καὶ ἀπρ. Δημ. 1018.1., 1164. 13· οἱ ἀπρ. οὐκ ἄδικοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 10: - ἀλλ’ ἐν Ἀθήναις ὁ [[τοιοῦτος]] ἐθεωρεῖτο ὡς παραμελῶν τὰ δημόσια αὑτοῦ καθήκοντα, [[ὅθεν]] ὁ Περικλῆς λέγει, τὸν μηδὲν τῶνδε [τῶν πολιτικῶν] μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα ἀλλ’ ἀχρεῖον νομίζομεν Θουκ. 2. 40· οὕτω, [[πόλις]] ἀπρ., ἀπεχομένη τῶν ξένων πολιτικῶν, ὁ αὐτ. 6. 18: ἐπὶ τοῦ τρόπου τοῦ ζῆν καὶ τῶν ἕξεων τοιούτου ἀνθρώπου, ἀπηλλαγμένος φροντίδων, [[ἡσυχία]] ἀπρ. ὁ αὐτ. 1. 70· [[βίος]] ἀνδρός ἰδιώτου ἀπράγμονος Πλάτ. Πολ. 620C· τὸ ἄπραγμον = Λατ. olium, Θουκ. 2.63· οὕτω καὶ [[τόπος]] ἀπρ., [[τόπος]] ἀπηλλαγμένος δικαστηρίων καὶ ἐρίδων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 44· [[ἀπόλαυσις]] ἀπρ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 33: - [[οὕτως]] ἐπίρρ. [[ἄνευ]] κόπου ἢ φροντίδος, Εὐρ. Ἀποσπ. 785· ἀπραγμόνως ζῆν ἡδὺ [[Ἀπολλόδωρος]] ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. ΙΙ. ἐπί πραγμάτων, ὁ μὴ προξενῶν ἐνόχλησιν εἴς τινα, ἐξέσται μοι τῇ τελευτῇ χρῆσθαι ἥ ῥᾴστη μὲν… κέκριται, ἀπραγμονεστάτη δὲ τοῖς φίλοις Ξεν. Ἀπολ. 7· [[οὕτως]], ἐπίρρ. -[[μόνως]], [[ἄνευ]] κόπου, ἀπόνως, Θουκ. 4. 61· σώζεσθαι ὁ αὐτ. 6. 87, Συγκρ. ἀπραγμονέστερον, Ξεν. Ἀγησ. 4. 1· ἀπρ. εἴρηται, ἀμελῶς, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 12. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |