Anonymous

ἀριφραδής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0353.png Seite 353]] ές (φράζομαι), 1) sehr deutlich, [[σῆμα]] Iliad. 23, 326 Od. 11, 126. 21, 217. 23, 73. 273. 24. 329; ἐπεὶ [[ἤδη]] σήματ' ἀριφραδέα κατέλεξας εὐνῆς, [[varia lectio|v.l.]] ἀριφραδέως, Od. 23, 225; ὀστέα Πατρὁκλοιο λέγωμεν, εὖ διαγιγνώσκοντες. ἀριφραδέα δὲ τέτυκται· ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ Iliad. 23, 240, – 2) τοῖχοι, sehr erhellt, Theocr. 24, 39. – 3) [[ἀνήρ]]. Soph. Ant. 347, leicht erkennend, klug.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0353.png Seite 353]] ές (φράζομαι), 1) sehr deutlich, [[σῆμα]] Iliad. 23, 326 Od. 11, 126. 21, 217. 23, 73. 273. 24. 329; ἐπεὶ [[ἤδη]] σήματ' ἀριφραδέα κατέλεξας εὐνῆς, [[varia lectio|v.l.]] ἀριφραδέως, Od. 23, 225; ὀστέα Πατρὁκλοιο λέγωμεν, εὖ διαγιγνώσκοντες. ἀριφραδέα δὲ τέτυκται· ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ Iliad. 23, 240, – 2) τοῖχοι, sehr erhellt, Theocr. 24, 39. – 3) [[ἀνήρ]]. Soph. Ant. 347, leicht erkennend, klug.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> facile à reconnaître;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> clairvoyant, sensé.<br />'''Étymologie:''' ἀρι-, φράζομαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀριφρᾰδής''': -ές, (φράζομαι) [[λίαν]] [[σαφής]], [[κατάδηλος]], [[εὔγνωστος]], [[εὐδιάκριτος]], ὡς τὸ ἀρίγνωστος, [[ἀρίζηλος]], [[σῆμα]] δέ τοι [[ἐρέω]] μάλ’ ἀριφραδές, [[οὐδέ]] σε λήσει Ἰλ. Ψ. 326· ὀστέα... ἀριφραδέα τέτυκται Ἰλ. Ψ. 240· οὕτω ποιητ. ἐπίρρ. -δέως, σαφῶς, ἀρ. ἀγορεύει Θεόκρ. 25. 176. 2) φανερὸς εἰς τὴν ὅρασιν, [[λαμπρός]], [[φωτεινός]], Θεόκρ. 24. 39. ΙΙ. [[λίαν]] [[συνετός]], [[σοφός]], Σοφ. Ἀντ. 347 (ὡς ἐν Εὐστ. 135. 25).
|lstext='''ἀριφρᾰδής''': -ές, (φράζομαι) [[λίαν]] [[σαφής]], [[κατάδηλος]], [[εὔγνωστος]], [[εὐδιάκριτος]], ὡς τὸ ἀρίγνωστος, [[ἀρίζηλος]], [[σῆμα]] δέ τοι [[ἐρέω]] μάλ’ ἀριφραδές, [[οὐδέ]] σε λήσει Ἰλ. Ψ. 326· ὀστέα... ἀριφραδέα τέτυκται Ἰλ. Ψ. 240· οὕτω ποιητ. ἐπίρρ. -δέως, σαφῶς, ἀρ. ἀγορεύει Θεόκρ. 25. 176. 2) φανερὸς εἰς τὴν ὅρασιν, [[λαμπρός]], [[φωτεινός]], Θεόκρ. 24. 39. ΙΙ. [[λίαν]] [[συνετός]], [[σοφός]], Σοφ. Ἀντ. 347 (ὡς ἐν Εὐστ. 135. 25).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> facile à reconnaître;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> clairvoyant, sensé.<br />'''Étymologie:''' ἀρι-, φράζομαι.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth