Anonymous

ἀψίνθιον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0421.png Seite 421]] τό, Wermuth, Xen. An. 1, 5, 1 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0421.png Seite 421]] τό, Wermuth, Xen. An. 1, 5, 1 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />absinthe, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG indigène préhellénique.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀψίνθιον''': τό, τὸ φυτὸν ἡ ἀψινθιά, Ἱππ. 491. 1, 619. 53, Ξεν. Ἀν. 1. 5. 1, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 12., 1, κτλ.· ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν [[μέλι]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 160· - [[ὡσαύτως]] ἄψινθος, ἡ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 13, Ν. Διαθ. καὶ ἀψινθία, ἡ, Ρήτορες (Walz) τ. 1. σ. 487: ἀψινθιάζω, εἶμαι πικρὸς ὡς τὸ [[ἀψίνθιον]], Βυζ.· - ἀψινθᾶτον (ἐνν. [[πρόπομα]]), τό, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 15·- ἀψινθίζομαι, καθίσταμαι πικρὸς ὡς τὸ [[ἀψίνθιον]], Εὐστ. Πονημάτ. 103. 65·- ἀψίνθινος, η, ον, ἐξ ἀψινθίου παρεσκευασμένος, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 15.
|lstext='''ἀψίνθιον''': τό, τὸ φυτὸν ἡ ἀψινθιά, Ἱππ. 491. 1, 619. 53, Ξεν. Ἀν. 1. 5. 1, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 12., 1, κτλ.· ἀψινθίῳ κατέπασας Ἀττικὸν [[μέλι]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 160· - [[ὡσαύτως]] ἄψινθος, ἡ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 13, Ν. Διαθ. καὶ ἀψινθία, ἡ, Ρήτορες (Walz) τ. 1. σ. 487: ἀψινθιάζω, εἶμαι πικρὸς ὡς τὸ [[ἀψίνθιον]], Βυζ.· - ἀψινθᾶτον (ἐνν. [[πρόπομα]]), τό, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 15·- ἀψινθίζομαι, καθίσταμαι πικρὸς ὡς τὸ [[ἀψίνθιον]], Εὐστ. Πονημάτ. 103. 65·- ἀψίνθινος, η, ον, ἐξ ἀψινθίου παρεσκευασμένος, Ἀλεξ. Τραλλ. 1. 15.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />absinthe, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG indigène préhellénique.
}}
}}
{{lsm
{{lsm