Anonymous

ἄγνος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0018.png Seite 18]] ὁ, auch ἡ, z. B. bei EM. 595, 33, nach Suid. = [[λύγος]], Keuschlamm, weidenartiger Strauch, bei Plat. Phaedr. 230 b, hoch und schattig (nach Diosc. διὰ τὸ τὰς ἐν τοῖς Θεσμοφορίοις ἁγνευούσας γυναῖκας εἰς [[ὑπόστρωμα]] χρῆσθαι αὐτῇ, vgl. Schol. Nic. Fher. 71; andere, denen Lobeck Parerg. p. 346 beistimmt, für [[ἄγονος]], παρὰ τὸ τοὺς ἐσθίοντας ἀγόνους τηρεῖν, vgl. Schol. Il. 11, 105; wahrscheinlich von [[ἄγνυμι]]). Vgl. Mein. II, p.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0018.png Seite 18]] ὁ, auch ἡ, z. B. bei EM. 595, 33, nach Suid. = [[λύγος]], Keuschlamm, weidenartiger Strauch, bei Plat. Phaedr. 230 b, hoch und schattig (nach Diosc. διὰ τὸ τὰς ἐν τοῖς Θεσμοφορίοις ἁγνευούσας γυναῖκας εἰς [[ὑπόστρωμα]] χρῆσθαι αὐτῇ, vgl. Schol. Nic. Fher. 71; andere, denen Lobeck Parerg. p. 346 beistimmt, für [[ἄγονος]], παρὰ τὸ τοὺς ἐσθίοντας ἀγόνους τηρεῖν, vgl. Schol. Il. 11, 105; wahrscheinlich von [[ἄγνυμι]]). Vgl. Mein. II, p.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />agnus castus <i>ou</i> gattilier, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG rattaché à [[ἁγνός]] par l'étym. pop.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγνος''': ἡ, Ἀττ. ὁ (Heind. Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β), = [[λύγος]], φυτὸν ὁμοιάζον τὴν ἰτέαν, οὗ τοὺς κλάδους αἱ ἐν τοῖς θεσμοφορίοις ἁγνεύουσαι γυναῖκες μετεχειρίζοντο ὡς [[ὑπόστρωμα]], Διοσκ. Α ρλδ΄, [[Vitex agnus-castus]] (καὶ νῦν ἔτι καλεῖται ἀγνειὰ ἢ λυγειά, J. Sibthorp «Florae Graecae», τόμ. 1, σ. 401), Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 410. Χιωνίδ. ἐν «Ἥρωσι», 2, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· πρβλ. Ἀριστ. 1. 2. 9. 40, 49. (Ἐσχετίσθη πρὸς τὴν ἁγνείαν [[ἕνεκα]] τῆς ὁμοιότητος τοῦ ὀνόματος πρὸς τὸ ἐπίθ. [[ἁγνός]], ή, όν). ΙΙ. [[ἄγνος]], ὁ, [[ὄνομα]] ἰχθύος, Ἀθήν. 356Α. ΙΙΙ. [[εἶδος]] πτηνοῦ, Σουΐδ.
|lstext='''ἄγνος''': ἡ, Ἀττ. ὁ (Heind. Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β), = [[λύγος]], φυτὸν ὁμοιάζον τὴν ἰτέαν, οὗ τοὺς κλάδους αἱ ἐν τοῖς θεσμοφορίοις ἁγνεύουσαι γυναῖκες μετεχειρίζοντο ὡς [[ὑπόστρωμα]], Διοσκ. Α ρλδ΄, [[Vitex agnus-castus]] (καὶ νῦν ἔτι καλεῖται ἀγνειὰ ἢ λυγειά, J. Sibthorp «Florae Graecae», τόμ. 1, σ. 401), Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 410. Χιωνίδ. ἐν «Ἥρωσι», 2, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke· πρβλ. Ἀριστ. 1. 2. 9. 40, 49. (Ἐσχετίσθη πρὸς τὴν ἁγνείαν [[ἕνεκα]] τῆς ὁμοιότητος τοῦ ὀνόματος πρὸς τὸ ἐπίθ. [[ἁγνός]], ή, όν). ΙΙ. [[ἄγνος]], ὁ, [[ὄνομα]] ἰχθύος, Ἀθήν. 356Α. ΙΙΙ. [[εἶδος]] πτηνοῦ, Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />agnus castus <i>ou</i> gattilier, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG rattaché à [[ἁγνός]] par l'étym. pop.
}}
}}
{{lsm
{{lsm