Anonymous

ἄφωνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0416.png Seite 416]] ([[φωνή]]), 1) sprachlos, stumm, Pind. P. 9, 101; Aesch. P. 815 u. Folgde; auch in Prosa von Her. 1, 85 an nicht selten. In tabula Heracl. = ohne Testament. – 2) τὰ ἄφωνα, sc. γράμματα, die stummen Buchstaben, Consonanten, Plat. Theaet. 203 b; den φωνήεντα, Vocalen entgeggstzt Crat. 893 d. – Adv. ἀφώνως, stumm, Soph. O. C. 131.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0416.png Seite 416]] ([[φωνή]]), 1) sprachlos, stumm, Pind. P. 9, 101; Aesch. P. 815 u. Folgde; auch in Prosa von Her. 1, 85 an nicht selten. In tabula Heracl. = ohne Testament. – 2) τὰ ἄφωνα, sc. γράμματα, die stummen Buchstaben, Consonanten, Plat. Theaet. 203 b; den φωνήεντα, Vocalen entgeggstzt Crat. 893 d. – Adv. ἀφώνως, stumm, Soph. O. C. 131.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans voix, muet, silencieux : [[ἄφωνος]] ἀρᾶς SOPH incapable de prononcer une imprécation ; <i>adv.</i> • ἄφωνα ESCHL sans parler ; <i>t. de gramm.</i> τὰ ἄφωνα (γράμματα) les consonnes, <i>particul.</i> les occlusives.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[φωνή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄφωνος''': -ον, (φωνὴ) ὁ στερούμενος φωνῆς, [[ἄλαλος]], βωβός, σιωπῶν, Θέογν. 669, Ἡρόδ. 1. 85, πρβλ. Δημ. 292. 6· [[ῥήτωρ]] Ἀντιφάν. ἐν «Σαπφοῖ» 1. 14· ἐντονώτερον τοῦ [[ἄναυδος]] (ὅ ἴδε), Ἱππ. Ἐπιδημ. το Γ΄, 1098· μετὰ γεν., ἄφ. τῆσδε τῆς ἀρᾶς, μὴ δυνάμενος νὰ προφέρῃ αὐτήν, Σοφ. Ο. Κ. 865: ― Ἐπίρρ. -νως, [[αὐτόθι]] 131· [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἄφωνα σημανοῦσιν… ὡς… Αἰσχύλ. Πέρσ. 819. 2) ἄφωνα (ἐνν. γράμματα), τὰ σύμφωνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ φωνοῦντα ἤ φωνήεντα· ― ἄφωνα καὶ φωνοῦντα Εὐρ. Ἀποσπ. 582· τοῖς… ἄλλοις φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις Πλάτ. Κρατ. 393D· ἀλλ’ ἐν Φιλήβῳ 18C, ὁ Πλάτ. φαίνεται διαιρῶν τὰ σύμφωνα εἰς ἄφωνα καὶ ἄφθογγα· ἄφθογγα δὲ [[εἶναι]] τὰ παρ’ ἡμῖν ἄφωνα, καὶ ἄφωνα τὰ παρ’ ἡμῖν ἡμίφωνα (φωνήεντα μὲν οὔ, οὐ μέντοι γε ἄφθογγα), πρβλ. Κρατ. 424C· [[οὕτως]] ὁ Ἀριστ. (Ποιητ. 20, 3) διαιρεῖ τὰ γράμματα εἰς φωνήεντα, ἡμίφωνα καὶ ἄφωνα, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14· βραδύτερον ἐπεκράτησεν ὡς τὸ γενικὸν [[ὄνομα]] γιὰ τὰ μὴ φωνήεντα ἡ [[λέξις]] σύμφωνα
|lstext='''ἄφωνος''': -ον, (φωνὴ) ὁ στερούμενος φωνῆς, [[ἄλαλος]], βωβός, σιωπῶν, Θέογν. 669, Ἡρόδ. 1. 85, πρβλ. Δημ. 292. 6· [[ῥήτωρ]] Ἀντιφάν. ἐν «Σαπφοῖ» 1. 14· ἐντονώτερον τοῦ [[ἄναυδος]] (ὅ ἴδε), Ἱππ. Ἐπιδημ. το Γ΄, 1098· μετὰ γεν., ἄφ. τῆσδε τῆς ἀρᾶς, μὴ δυνάμενος νὰ προφέρῃ αὐτήν, Σοφ. Ο. Κ. 865: ― Ἐπίρρ. -νως, [[αὐτόθι]] 131· [[ὡσαύτως]] οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἄφωνα σημανοῦσιν… ὡς… Αἰσχύλ. Πέρσ. 819. 2) ἄφωνα (ἐνν. γράμματα), τὰ σύμφωνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ φωνοῦντα ἤ φωνήεντα· ― ἄφωνα καὶ φωνοῦντα Εὐρ. Ἀποσπ. 582· τοῖς… ἄλλοις φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις Πλάτ. Κρατ. 393D· ἀλλ’ ἐν Φιλήβῳ 18C, ὁ Πλάτ. φαίνεται διαιρῶν τὰ σύμφωνα εἰς ἄφωνα καὶ ἄφθογγα· ἄφθογγα δὲ [[εἶναι]] τὰ παρ’ ἡμῖν ἄφωνα, καὶ ἄφωνα τὰ παρ’ ἡμῖν ἡμίφωνα (φωνήεντα μὲν οὔ, οὐ μέντοι γε ἄφθογγα), πρβλ. Κρατ. 424C· [[οὕτως]] ὁ Ἀριστ. (Ποιητ. 20, 3) διαιρεῖ τὰ γράμματα εἰς φωνήεντα, ἡμίφωνα καὶ ἄφωνα, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14· βραδύτερον ἐπεκράτησεν ὡς τὸ γενικὸν [[ὄνομα]] γιὰ τὰ μὴ φωνήεντα ἡ [[λέξις]] σύμφωνα
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans voix, muet, silencieux : [[ἄφωνος]] ἀρᾶς SOPH incapable de prononcer une imprécation ; <i>adv.</i> • ἄφωνα ESCHL sans parler ; <i>t. de gramm.</i> τὰ ἄφωνα (γράμματα) les consonnes, <i>particul.</i> les occlusives.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[φωνή]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater