Anonymous

ἐπίκλησις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0950.png Seite 950]] ἡ, Zuname, Beiname; ἄρκτον θ' ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, die man auch den Wagen (mit Beinamen) benennt, Il. 18, 487; Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσιν, wie ihn die Troer mit Beinamen nennen, denn sein Vater nannte ihn Skamandrios, 22, 506; Μενέσθιον ἔτεκε Πολυδώρη Σπερχειῷ, αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ, aber unter dem von ihm angenommenen falschen Namen Boros, 16, 177; Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκεν τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι [[ἔργον]], er benannte sie darum Titanen, weil sie, wo ἐπίκλησιν auf einen bestimmten Grund der Benennung hinweis't, Hes. Th. 207; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 203. – Auch in Prosa adverbial, ἐπίκλησιν δὲ αὕτη ἡ [[κρήνη]] καλέεται Ἡλίου Her. 4, 181; Ἀθηναίης ἐπίκλησιν Ἀσσησίης 1, 19; τὸν τοῦ βουκόλου ἕπίκλησιν παῖδα, dem Namen nach, 1, 114. Vgl. [[ἐπίκλην]]. – Die Benennung, Plat. Epinom. 974 b; Thuc. 1, 3; αἰσχίστη, der größte Schimpf, 7, 68, wie ἐπίκλησιν ἔχει κακὸς εἶναι Xen. Lac. 9, 4. – Die Anrufung, δαιμόνων D. Cass. 78, 4; Luc. salt. 11. – Die Berufung, Plut. Marcell. 2; τῶν δημάρχων Cat. min-46. – Die Sage, das Gerücht, Apolld. 1, 3, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0950.png Seite 950]] ἡ, Zuname, Beiname; ἄρκτον θ' ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, die man auch den Wagen (mit Beinamen) benennt, Il. 18, 487; Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσιν, wie ihn die Troer mit Beinamen nennen, denn sein Vater nannte ihn Skamandrios, 22, 506; Μενέσθιον ἔτεκε Πολυδώρη Σπερχειῷ, αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ, aber unter dem von ihm angenommenen falschen Namen Boros, 16, 177; Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκεν τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι [[ἔργον]], er benannte sie darum Titanen, weil sie, wo ἐπίκλησιν auf einen bestimmten Grund der Benennung hinweis't, Hes. Th. 207; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 203. – Auch in Prosa adverbial, ἐπίκλησιν δὲ αὕτη ἡ [[κρήνη]] καλέεται Ἡλίου Her. 4, 181; Ἀθηναίης ἐπίκλησιν Ἀσσησίης 1, 19; τὸν τοῦ βουκόλου ἕπίκλησιν παῖδα, dem Namen nach, 1, 114. Vgl. [[ἐπίκλην]]. – Die Benennung, Plat. Epinom. 974 b; Thuc. 1, 3; αἰσχίστη, der größte Schimpf, 7, 68, wie ἐπίκλησιν ἔχει κακὸς εἶναι Xen. Lac. 9, 4. – Die Anrufung, δαιμόνων D. Cass. 78, 4; Luc. salt. 11. – Die Berufung, Plut. Marcell. 2; τῶν δημάρχων Cat. min-46. – Die Sage, das Gerücht, Apolld. 1, 3, 2.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> nom ajouté <i>ou</i> substitué à un autre :<br /><b>1</b> surnom;<br /><b>2</b> nom ; <i>abs.</i> ἐπίκλησιν selon le nom qu’on lui donne, <i>ou</i> qqf en nom, nominalement;<br /><b>II.</b> action d’en appeler à :<br /><b>1</b> invocation;<br /><b>2</b> instance en appel devant un tribunal;<br /><b>III.</b> accusation ; mauvaise réputation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπικαλέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίκλησις''': -εως, ἡ, (ἐπικαλέω) ἐπώνυμον, πρόσθετον [[ὄνομα]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον κατ’ αἰτ. ἀπολ., ὡς τὸ [[ἐπίκλην]], καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τοῦ [[καλέω]], ὡς, Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσι, ὡς ἐπονομάζουσιν αὐτὸν οἱ Τρῶες δι’ ἐπωνύμου (ἐνῷ τὸ κύριον [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]] ἦτο Σκαμάνδριος), Ἰλ. Χ. 506· Ἄρκτος, ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, «ἣν καὶ ἅμαξαν κατ’ ἐπωνυμίαν καλοῦσιν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 487, Ὀδ. Ε. 273, πρβλ. Ἰλ. Η. 138, Χ. 9· Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκεν... τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι [[ἔργον]], ἐπωνόμασεν αὐτοὺς Τιτᾶνας ὡς τείνοντας τὰς χεῖρας καὶ προσπαθοῦντας νὰ πράξωσι βίαιον [[ἔργον]] (ἕτεροι [[ὅμως]] ἄλλως ἑρμηνεύουσι τὸ [[χωρίον]] τοῦτο· ἀλλ’ ἴδε Μ. Ἐτυμολ. 760. 40), Ἡσ. Θ. 207· οὕτω παρ’ Ἡροδ., ἐπίκλησιν δὲ ἡ [[κρήνη]] ἐπικαλέεται Ἡλίου 4. 181· Ἀθηναίης ἐπίκλησιν Ἀσσησίης 1. 19· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] σημαίνει, κατ’ [[ὄνομα]] μόνον, ὀνόματι, Μενέσθιος... ὃν [[τέκε]] Πηλῆος [[θυγάτηρ]] καλὴ Πολυδώρη, Σπερχειῷ... εὐνηθεῖσα, αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ... ὃς ῥ’ ἀναφανδὸν ὄπυιε, ὃν ἔτεκεν ἡ τοῦ Πηλέως [[θυγάτηρ]] ἡ εὐειδὴς Πολυδώρη τῷ Σπερχειῷ συμμιγεῖσα, κατ’ [[ὄνομα]] δὲ τῷ Βώρῳ, ὃς φανερῶς αὐτὴν ἀνέβαινεν, Ἰλ. Π. 177· τὸν τοῦ βουκόλου ἐπίκλησιν [[υἱόν]], κατ’ ἐπίκλησιν, οὐχὶ δὲ πράγματι, Ἡρόδ. 1. 114· οὕτω, Καλλιόπης καὶ Οἰάγρου, κατ’ ἐπίκλησιν δὲ Ἀπόλλωνος Λίνος Ἀπολλόδ. 1. 3, 2. 2) μεθ’ Ὅμηρον κατ’ ὀνομαστικήν, ἐπώνυμον, [[ὄνομα]], ἀλλὰ τὰ μὲν πρὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος καὶ [[πάνυ]] οὐδὲ [[εἶναι]] ἡ [[ἐπίκλησις]] αὕτη Θουκ. 1. 3, κτλ. 3) ἐπὶ δυσφημίας, κακὸν ἐπώνυμον ἢ [[ὄνομα]], πόλει δὲ τῇ πάσῃ τὴν αἰσχίστην ἐπίκλησιν ὁ αὐτ. 7. 68· ἐπίκλησιν ἔχει κακὸς [[εἶναι]] Ξεν. Λακ. 9, 4· πρβλ. [[ἐπίκλημα]]. 4) [[ὄνομα]], [[τίτλος]], Δίων Κ. 37. 6, κτλ. ΙΙ. τὸ ἐπικαλεῖσθαι, Ἀφροδίτης Λουκ. π. Ὀρχ. 11· δαιμόνων Δίων Κ. 78. 4· ― τὸ ἐπικαλεῖσθαι βοήθειαν, Διον. Ἁλ. 5. 21· τὸ Ρωμαϊκὸν appelatio, [[ἔφεσις]] εἰς τοὺς δημάρχους, Πλουτ. Μάρκελλ. 2, Κάτων Νεώτ. 33, 46. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκλη· ἡ [[ἐπίκλησις]] παρ’ Ἀττικοῖς», καὶ «ἐπίκλη· ἡ [[ἐπωνυμία]]».
|lstext='''ἐπίκλησις''': -εως, ἡ, (ἐπικαλέω) ἐπώνυμον, πρόσθετον [[ὄνομα]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον κατ’ αἰτ. ἀπολ., ὡς τὸ [[ἐπίκλην]], καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τοῦ [[καλέω]], ὡς, Ἀστυάναξ, ὃν Τρῶες ἐπίκλησιν καλέουσι, ὡς ἐπονομάζουσιν αὐτὸν οἱ Τρῶες δι’ ἐπωνύμου (ἐνῷ τὸ κύριον [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]] ἦτο Σκαμάνδριος), Ἰλ. Χ. 506· Ἄρκτος, ἣν καὶ ἅμαξαν ἐπίκλησιν καλέουσιν, «ἣν καὶ ἅμαξαν κατ’ ἐπωνυμίαν καλοῦσιν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 487, Ὀδ. Ε. 273, πρβλ. Ἰλ. Η. 138, Χ. 9· Τιτῆνας ἐπίκλησιν καλέεσκεν... τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι [[ἔργον]], ἐπωνόμασεν αὐτοὺς Τιτᾶνας ὡς τείνοντας τὰς χεῖρας καὶ προσπαθοῦντας νὰ πράξωσι βίαιον [[ἔργον]] (ἕτεροι [[ὅμως]] ἄλλως ἑρμηνεύουσι τὸ [[χωρίον]] τοῦτο· ἀλλ’ ἴδε Μ. Ἐτυμολ. 760. 40), Ἡσ. Θ. 207· οὕτω παρ’ Ἡροδ., ἐπίκλησιν δὲ ἡ [[κρήνη]] ἐπικαλέεται Ἡλίου 4. 181· Ἀθηναίης ἐπίκλησιν Ἀσσησίης 1. 19· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] σημαίνει, κατ’ [[ὄνομα]] μόνον, ὀνόματι, Μενέσθιος... ὃν [[τέκε]] Πηλῆος [[θυγάτηρ]] καλὴ Πολυδώρη, Σπερχειῷ... εὐνηθεῖσα, αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ... ὃς ῥ’ ἀναφανδὸν ὄπυιε, ὃν ἔτεκεν ἡ τοῦ Πηλέως [[θυγάτηρ]] ἡ εὐειδὴς Πολυδώρη τῷ Σπερχειῷ συμμιγεῖσα, κατ’ [[ὄνομα]] δὲ τῷ Βώρῳ, ὃς φανερῶς αὐτὴν ἀνέβαινεν, Ἰλ. Π. 177· τὸν τοῦ βουκόλου ἐπίκλησιν [[υἱόν]], κατ’ ἐπίκλησιν, οὐχὶ δὲ πράγματι, Ἡρόδ. 1. 114· οὕτω, Καλλιόπης καὶ Οἰάγρου, κατ’ ἐπίκλησιν δὲ Ἀπόλλωνος Λίνος Ἀπολλόδ. 1. 3, 2. 2) μεθ’ Ὅμηρον κατ’ ὀνομαστικήν, ἐπώνυμον, [[ὄνομα]], ἀλλὰ τὰ μὲν πρὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος καὶ [[πάνυ]] οὐδὲ [[εἶναι]] ἡ [[ἐπίκλησις]] αὕτη Θουκ. 1. 3, κτλ. 3) ἐπὶ δυσφημίας, κακὸν ἐπώνυμον ἢ [[ὄνομα]], πόλει δὲ τῇ πάσῃ τὴν αἰσχίστην ἐπίκλησιν ὁ αὐτ. 7. 68· ἐπίκλησιν ἔχει κακὸς [[εἶναι]] Ξεν. Λακ. 9, 4· πρβλ. [[ἐπίκλημα]]. 4) [[ὄνομα]], [[τίτλος]], Δίων Κ. 37. 6, κτλ. ΙΙ. τὸ ἐπικαλεῖσθαι, Ἀφροδίτης Λουκ. π. Ὀρχ. 11· δαιμόνων Δίων Κ. 78. 4· ― τὸ ἐπικαλεῖσθαι βοήθειαν, Διον. Ἁλ. 5. 21· τὸ Ρωμαϊκὸν appelatio, [[ἔφεσις]] εἰς τοὺς δημάρχους, Πλουτ. Μάρκελλ. 2, Κάτων Νεώτ. 33, 46. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκλη· ἡ [[ἐπίκλησις]] παρ’ Ἀττικοῖς», καὶ «ἐπίκλη· ἡ [[ἐπωνυμία]]».
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> nom ajouté <i>ou</i> substitué à un autre :<br /><b>1</b> surnom;<br /><b>2</b> nom ; <i>abs.</i> ἐπίκλησιν selon le nom qu’on lui donne, <i>ou</i> qqf en nom, nominalement;<br /><b>II.</b> action d’en appeler à :<br /><b>1</b> invocation;<br /><b>2</b> instance en appel devant un tribunal;<br /><b>III.</b> accusation ; mauvaise réputation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπικαλέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth