Anonymous

ἑρκεῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1031.png Seite 1031]] ον, att. ἕρκειος, auch 3 Endgn, Aesch. Ch. 642, zur Umzäunung, zum Gehöft u. überhaupt zum Hause gehörig, πύλαι ἕρκειοι 554, θύρας ἄκουσον ἑρκείας κτύπον 642; δεθεὶς πρὸς κίον' ἑρ κείου στέγης, [[varia lectio|v.l.]] ἑρκίου, Soph. Ai. 108. Bes. Beiwort des Zeus, der als Schutzgott des Hauses einen Altar im Vorhofe, [[ἕρκος]], hat, Od. 22, 335; Soph. Ant. 483; Eur. Tr. 17; Her. 6, 68; Plat. Euthyd. 302 d. Daher die penates ἑρκεῖοι heißen, D Hal. 1, 67.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1031.png Seite 1031]] ον, att. ἕρκειος, auch 3 Endgn, Aesch. Ch. 642, zur Umzäunung, zum Gehöft u. überhaupt zum Hause gehörig, πύλαι ἕρκειοι 554, θύρας ἄκουσον ἑρκείας κτύπον 642; δεθεὶς πρὸς κίον' ἑρ κείου στέγης, [[varia lectio|v.l.]] ἑρκίου, Soph. Ai. 108. Bes. Beiwort des Zeus, der als Schutzgott des Hauses einen Altar im Vorhofe, [[ἕρκος]], hat, Od. 22, 335; Soph. Ant. 483; Eur. Tr. 17; Her. 6, 68; Plat. Euthyd. 302 d. Daher die penates ἑρκεῖοι heißen, D Hal. 1, 67.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><i>att.</i> [[ἕρκειος]];<br />qui concerne l'enceinte d’une clôture : ἕρκειαι πύλαι, ἑρκεία [[θύρα]] ESCHL porte de la cour ; ἑρκεία [[στέγη]] SOPH toit d’une tente ; <i>particul.</i> Ζεὺς [[ἕρκειος]] OD, Ζὴν [[ἕρκειος]] SOPH Zeus, protecteur de la maison et dont l'autel était placé dans la cour.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρκος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑρκεῖος''': (οὐχὶ ἕρκειος ἢ ἕρκιος), ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 653: - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[ἕρκος]], εἰς τὸ [[προαύλιον]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἑρκεῖος, ὁ τῆς οἰκογενείας, [[ἐπειδὴ]] ὁ βωμὸς ἢ τὸ [[ἄγαλμα]] [[αὐτοῦ]] ἵστατο ἐν τῷ ἕρκει, τῷ προαυλίῳ, Ὀδ. Χ. 335, Ἡρόδ. 6. 68, Σοφ. Ἀντιγ. 487, Εὐρ. Τρῳ. 17, Κρατῖνος ὁ νεώτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 5, πρβλ. Heind ἐν Πλάτ. Εὐθυδ. 302D· ἀπολ., ἐπὶ τῇ ἐσχάρᾳ τοῦ Ἑρκείου Παυσ. 4. 17, 4· (ὁ Ὀβίδιος τηρεῖ τὴν Ἑλλ. λεξ. Jupiter Hercëus· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Λατ. λέγεται Penetralis· καὶ οἱ Ἕλληνες ἑρμηνεύουσι τὸ Ρωμαϊκὸν Penates διὰ τοῦ Ἑρκεῖοι, Διον. Ἁλ. 1. 67). 2) ἑρκείους πύλας, βαλὸν ἐρκείων πυλῶν, θύρας ἑρκείας κτύπον, περὶ τῶν θυρῶν τῆς αὐλῆς, Αἰσχύλ. Χο. 561, 571, 653· πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης, αὐτῆς τῆς στέγης, τῆς ὑπὸ στέγην αὐλῆς, τῆς οἰκίας, Σοφ. Αἴ. 108, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· ἐφ’ ἑρκείῳ πυρᾷ Εὐρ. Τρῳ. 483. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρκείου [[Διός]]· τοῦ ἀσφαλίου, ἢ τοῦ κατὰ τὴν οἰκίαν, ἔστι δὲ ἕρκειος [[Ζεύς|Ζεὺς]] παρ’ Ἀθηναίοις». - Ἴδε παρατηρήσεις Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 153 κἑξ.
|lstext='''ἑρκεῖος''': (οὐχὶ ἕρκειος ἢ ἕρκιος), ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 653: - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[ἕρκος]], εἰς τὸ [[προαύλιον]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ἑρκεῖος, ὁ τῆς οἰκογενείας, [[ἐπειδὴ]] ὁ βωμὸς ἢ τὸ [[ἄγαλμα]] [[αὐτοῦ]] ἵστατο ἐν τῷ ἕρκει, τῷ προαυλίῳ, Ὀδ. Χ. 335, Ἡρόδ. 6. 68, Σοφ. Ἀντιγ. 487, Εὐρ. Τρῳ. 17, Κρατῖνος ὁ νεώτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 5, πρβλ. Heind ἐν Πλάτ. Εὐθυδ. 302D· ἀπολ., ἐπὶ τῇ ἐσχάρᾳ τοῦ Ἑρκείου Παυσ. 4. 17, 4· (ὁ Ὀβίδιος τηρεῖ τὴν Ἑλλ. λεξ. Jupiter Hercëus· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Λατ. λέγεται Penetralis· καὶ οἱ Ἕλληνες ἑρμηνεύουσι τὸ Ρωμαϊκὸν Penates διὰ τοῦ Ἑρκεῖοι, Διον. Ἁλ. 1. 67). 2) ἑρκείους πύλας, βαλὸν ἐρκείων πυλῶν, θύρας ἑρκείας κτύπον, περὶ τῶν θυρῶν τῆς αὐλῆς, Αἰσχύλ. Χο. 561, 571, 653· πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης, αὐτῆς τῆς στέγης, τῆς ὑπὸ στέγην αὐλῆς, τῆς οἰκίας, Σοφ. Αἴ. 108, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb· ἐφ’ ἑρκείῳ πυρᾷ Εὐρ. Τρῳ. 483. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρκείου [[Διός]]· τοῦ ἀσφαλίου, ἢ τοῦ κατὰ τὴν οἰκίαν, ἔστι δὲ ἕρκειος [[Ζεύς|Ζεὺς]] παρ’ Ἀθηναίοις». - Ἴδε παρατηρήσεις Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 153 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><i>att.</i> [[ἕρκειος]];<br />qui concerne l'enceinte d’une clôture : ἕρκειαι πύλαι, ἑρκεία [[θύρα]] ESCHL porte de la cour ; ἑρκεία [[στέγη]] SOPH toit d’une tente ; <i>particul.</i> Ζεὺς [[ἕρκειος]] OD, Ζὴν [[ἕρκειος]] SOPH Zeus, protecteur de la maison et dont l'autel était placé dans la cour.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρκος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth