Anonymous

ἔνδυμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0836.png Seite 836]] τό, das Angezogene, das Kleid, LXX., N. T, z. B. Matth. 6, 25 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0836.png Seite 836]] τό, das Angezogene, das Kleid, LXX., N. T, z. B. Matth. 6, 25 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνδύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνδῠμα''': τό, ([[ἐνδύω]]) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἐνδύμασι καὶ μίτραις καὶ ὑποδήμασι Πλουτ. Σόλ. 8· ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας (ἐποίησεν) ἑαυτῇ ἐνδύματα Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΟ΄, 40)· ποδήρους ἐνδύματος Σοφ. Σολομ. ΙΗ΄, 24· ἐνδύματα ἀλλότρια Σοφονίας Α΄. 8· ἐν ἐνδύμασι προβάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 15, κ. ἀλλ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2, Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 7.
|lstext='''ἔνδῠμα''': τό, ([[ἐνδύω]]) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, ἐνδύμασι καὶ μίτραις καὶ ὑποδήμασι Πλουτ. Σόλ. 8· ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας (ἐποίησεν) ἑαυτῇ ἐνδύματα Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΟ΄, 40)· ποδήρους ἐνδύματος Σοφ. Σολομ. ΙΗ΄, 24· ἐνδύματα ἀλλότρια Σοφονίας Α΄. 8· ἐν ἐνδύμασι προβάτων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 15, κ. ἀλλ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2, Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 7.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνδύω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR