Anonymous

ἴον: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1256.png Seite 1256]] τό, das Veilchen; Od. 5, 72; Pind. Ol. 6, 55; Plat. Conv. 212 e; Ath. XIV, 629 c u. öfter; κυαναυγές Rufin. 15 (V, 74); man unterschied [[μέλαν]], das gewöhnliche, schwarzblaue, [[λευκόν]], die Levkoie, s. [[λευκόϊον]], u. κρόκεον, gelber Lack, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1256.png Seite 1256]] τό, das Veilchen; Od. 5, 72; Pind. Ol. 6, 55; Plat. Conv. 212 e; Ath. XIV, 629 c u. öfter; κυαναυγές Rufin. 15 (V, 74); man unterschied [[μέλαν]], das gewöhnliche, schwarzblaue, [[λευκόν]], die Levkoie, s. [[λευκόϊον]], u. κρόκεον, gelber Lack, Theophr.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />violette, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝίον, cf. <i>lat.</i> viola.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴον''': ῐ, τό, ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. ἴᾰσῐ ῑ, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2: ― μενεξές, viola odorata, ἰδιαιτέρως διακρινόμενον εἰς ἴον [[μέλαν]] Θοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 1, 21, Διοσκ. 4. 122˙ καὶ τὸ ἴον [[μέλαν]] ἐντὶ Θεόκρ. 10. 28, πρβλ. Ἀνθ. Π. 4. 1, 21˙ κυαναυγὲς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 74˙ ― περὶ τῆς Ὁμηρ. σημασίας ἴδε κατωτ. IV. ΙΙ. ἴον τὸ λευκὸν ἢ [[λευκόϊον]], φαίνεται ὅτι περιελάμβανε [[ποικιλίας]] τινας [[οἷον]] τὰ τεχνικῶς καλούμενα: Cheiranthus καὶ Mathiola·περιγράφεται δὲ ὡς ἔχον διάφορα χρώματα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 3˙ κίτρινον (χλωρόν), π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 11˙ [[φλόγιον]] π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1˙μήλινον ἢ κυανοῦν ἢ πορφυροῦν Διοσκ. 3. 138˙ [[οὕτως]] ὁ Πλίν. ἀναφέρει violae pur pureae, luteae, albae H. N. 21. 14˙ ― τὰ κοινότατα ἐν Ἑλλάδι εἴδη φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ [[λευκόϊον]] θαλάσσιον (Matthiola tricusp data), τὸ πορφύρεον (M. incana), καὶ τὸ μήλινον (Cheiranthus Cheiri). ΙΙΙ. τὸ [[λευκόϊον]] [[ὡσαύτως]] ἀναφέρεται ὡς βολβῶδες [[φυτόν]], [[ἴσως]] τὸ leucoium pestivum, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 9˙ ἢ [[εἶδος]] «ζουμπουλίου», τὸ πρῶτον [[ἄνθος]] [[ὅπερ]] ἀνθεῖ μετὰ τὸν χειμῶνα, Πλίν. 21. 38. IV. τὸ [[ὄνομα]] ἀπαντᾷ [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Ὀδ. Ε. 72. ― Ἐνταῦθα δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ὑποτεθῇ ὅτι σημαίνει τὸ ἴον, [[ἐπειδὴ]] ἀναφέρεται ὡς αὐξανόμενον μετὰ τοῦ σελίνου εἰς ἑλώδεις λειμῶνας˙ [[ὅθεν]] ὁ Πτολεμαῖος ὁ Εὐεργέτης προὔτεινε τὴν γραφὴν σίου, = δαυκίου (σία γὰρ μετὰ σελίνου φύεσθαι, ἀλλὰ μὴ ἴα Ἀθήν. 61C)˙ διὰ τὸν αὐτὸν λόγον δὲν δύναται νὰ [[εἶναι]] τὸ [[ἄνθος]] Cheieranthus ἢ τὸ Matthiola. Οὔτε δύναται νὰ [[εἶναι]] [[λευκόν]] τι [[ἄνθος]], [[διότι]] τὸ ἰοειδὴς κεῖται παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ τὸ [[ἰόεις]], ἰοδνεφὴς ἐπὶ πραγμάτων μελανοχρόων. Ὁ Ruskin λέγει ὅτι τὸ ἴον παρ’ Ὁμ. δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] ἡ κυανὴ ἢ ἐρυθρὰ ἶρις˙ καὶ τοῦτο κάλλιστα συμφωνεῖ πρὸς τὸ παρὰ Πινδ. Ο. 6. 91, [[ἔνθα]] ἀναφέρονται ἴα καὶ αὐτῶν αἱ ξανθαὶ καὶ παμπόρφυραι ἀκτῖνες. (Οἱ σύνθετοι τύποι ἰοειδὴς καὶ ἰοδνεφής, πιθαν. δὲ καὶ τὸ ἴον, ἀπαιτοῦσι τὸ [[δίγαμμα]] παρ’ Ὁμήρ., καθὼς καὶ τὸ ἴον ἐν Θεοκρ. 10. 28, καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει γία (δηλ. ϝία) [[ἄνθη]], [[ὥστε]] δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ [[ἀμφιβολία]] περὶ τῆς σχέσεως τῆς λέξ. Fίον πρὸς τὸ Λατιν. vio-la).
|lstext='''ἴον''': ῐ, τό, ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. ἴᾰσῐ ῑ, Νικ. Ἀποσπ. 2. 2: ― μενεξές, viola odorata, ἰδιαιτέρως διακρινόμενον εἰς ἴον [[μέλαν]] Θοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 1, 21, Διοσκ. 4. 122˙ καὶ τὸ ἴον [[μέλαν]] ἐντὶ Θεόκρ. 10. 28, πρβλ. Ἀνθ. Π. 4. 1, 21˙ κυαναυγὲς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 74˙ ― περὶ τῆς Ὁμηρ. σημασίας ἴδε κατωτ. IV. ΙΙ. ἴον τὸ λευκὸν ἢ [[λευκόϊον]], φαίνεται ὅτι περιελάμβανε [[ποικιλίας]] τινας [[οἷον]] τὰ τεχνικῶς καλούμενα: Cheiranthus καὶ Mathiola·περιγράφεται δὲ ὡς ἔχον διάφορα χρώματα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 3˙ κίτρινον (χλωρόν), π. Φυτ. Αἰτ. 6. 14, 11˙ [[φλόγιον]] π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1˙μήλινον ἢ κυανοῦν ἢ πορφυροῦν Διοσκ. 3. 138˙ [[οὕτως]] ὁ Πλίν. ἀναφέρει violae pur pureae, luteae, albae H. N. 21. 14˙ ― τὰ κοινότατα ἐν Ἑλλάδι εἴδη φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] τὸ [[λευκόϊον]] θαλάσσιον (Matthiola tricusp data), τὸ πορφύρεον (M. incana), καὶ τὸ μήλινον (Cheiranthus Cheiri). ΙΙΙ. τὸ [[λευκόϊον]] [[ὡσαύτως]] ἀναφέρεται ὡς βολβῶδες [[φυτόν]], [[ἴσως]] τὸ leucoium pestivum, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 9˙ ἢ [[εἶδος]] «ζουμπουλίου», τὸ πρῶτον [[ἄνθος]] [[ὅπερ]] ἀνθεῖ μετὰ τὸν χειμῶνα, Πλίν. 21. 38. IV. τὸ [[ὄνομα]] ἀπαντᾷ [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Ὀδ. Ε. 72. ― Ἐνταῦθα δύσκολον [[εἶναι]] νὰ ὑποτεθῇ ὅτι σημαίνει τὸ ἴον, [[ἐπειδὴ]] ἀναφέρεται ὡς αὐξανόμενον μετὰ τοῦ σελίνου εἰς ἑλώδεις λειμῶνας˙ [[ὅθεν]] ὁ Πτολεμαῖος ὁ Εὐεργέτης προὔτεινε τὴν γραφὴν σίου, = δαυκίου (σία γὰρ μετὰ σελίνου φύεσθαι, ἀλλὰ μὴ ἴα Ἀθήν. 61C)˙ διὰ τὸν αὐτὸν λόγον δὲν δύναται νὰ [[εἶναι]] τὸ [[ἄνθος]] Cheieranthus ἢ τὸ Matthiola. Οὔτε δύναται νὰ [[εἶναι]] [[λευκόν]] τι [[ἄνθος]], [[διότι]] τὸ ἰοειδὴς κεῖται παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ τὸ [[ἰόεις]], ἰοδνεφὴς ἐπὶ πραγμάτων μελανοχρόων. Ὁ Ruskin λέγει ὅτι τὸ ἴον παρ’ Ὁμ. δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] ἡ κυανὴ ἢ ἐρυθρὰ ἶρις˙ καὶ τοῦτο κάλλιστα συμφωνεῖ πρὸς τὸ παρὰ Πινδ. Ο. 6. 91, [[ἔνθα]] ἀναφέρονται ἴα καὶ αὐτῶν αἱ ξανθαὶ καὶ παμπόρφυραι ἀκτῖνες. (Οἱ σύνθετοι τύποι ἰοειδὴς καὶ ἰοδνεφής, πιθαν. δὲ καὶ τὸ ἴον, ἀπαιτοῦσι τὸ [[δίγαμμα]] παρ’ Ὁμήρ., καθὼς καὶ τὸ ἴον ἐν Θεοκρ. 10. 28, καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει γία (δηλ. ϝία) [[ἄνθη]], [[ὥστε]] δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ [[ἀμφιβολία]] περὶ τῆς σχέσεως τῆς λέξ. Fίον πρὸς τὸ Λατιν. vio-la).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />violette, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝίον, cf. <i>lat.</i> viola.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth