Anonymous

ὀχέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> med\.-pass\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0429.png Seite 429]] (vgl. [[ὄχος]]), tragen, ertragen, erleiden; ὀϊζύν, κακόν, [[μόρον]], ἄτην, Od. 7, 211. 11, 619. 21, 302; aber [[νηπιάας]] ὀχέειν, wie ἔχειν, = Kindereien treiben, 1, 297; φρουρὰν ὀχεῖν, Wache halten, Aesch. Prom. 143; [[ἄγκυρα]] δή μου τὰς τύχας ὀχεῖ, Eur. Hel. 284; δι' ἄστεος σε ὀχήσω, Or. 800; Ar. Ran. 23 τοῦτον δ' ὀχῶ, im Ggstz von [[βαδίζω]], ich lasse ihn reiten; – einzeln in Prosa, ὀχεῖν τὴν φιάλην, tragen, Xen. Cyr. 1, 3, 8, der es Hipparch. 4, 1 auch neutral im Ggstz von [[πεζοπορέω]] für reiten braucht. – Häufiger pass. mit fut. med., getragen werden, sich tragen lassen, κύμασιν, Od. 5, 54, νηυσὶν ὀχήσονται, sie werden von den Schiffen getragen werden, Il. 24, 731; ἵπποισιν ὀχεῖτο, H. h. Ven. 218; auch οἱ δ' (ἵπποι) ἀλεγεινοὶ ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ' ὀχέεσθαι, u. sich von ihnen fahren zu lassen, schwer vor dem Wagen zu lenken, wobei man nicht an Reiten zu denken hat, Il. 10, 403; Ar. Ran. 25 (s. activ); ἐπὶ τῆς ἁμάξης, fahren, Plut. 1013; u. in Prosa, bes. vom Reiten u. Fahren, ὀχεῖσθαι ἐφ' ἁμάξης, Her. 1, 31, fahren, wie ἐν ἁρμαμάξῃ, Xen. Cyr. 7, 3, 4, ἐπὶ τῶν ἵππων, reiten, 4, 5, 58; ἵππῳ, Plut. Oth. 6; ἐπ' ἀστράβης ὀχηθείς, Luc. Lexiph. 2; ἐπ' ἀγκύρας ὀχεῖσθαι, vor Anker gehen, u. dah. übertr., ἐπὶ λεπτῆς ἐλπίδος, Ar. Equ. 1241, von einem schwachen Hoffnungsanker gehalten werden; ἐπὶ θατέρου σκέλους ὀχοῦνται τὸ [[σῶμα]], Plut. sol. an. 10 g. E. – Arat. braucht ὀχεῖσθαι = ὀχεύεσθαι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0429.png Seite 429]] (vgl. [[ὄχος]]), tragen, ertragen, erleiden; ὀϊζύν, κακόν, [[μόρον]], ἄτην, Od. 7, 211. 11, 619. 21, 302; aber [[νηπιάας]] ὀχέειν, wie ἔχειν, = Kindereien treiben, 1, 297; φρουρὰν ὀχεῖν, Wache halten, Aesch. Prom. 143; [[ἄγκυρα]] δή μου τὰς τύχας ὀχεῖ, Eur. Hel. 284; δι' ἄστεος σε ὀχήσω, Or. 800; Ar. Ran. 23 τοῦτον δ' ὀχῶ, im Ggstz von [[βαδίζω]], ich lasse ihn reiten; – einzeln in Prosa, ὀχεῖν τὴν φιάλην, tragen, Xen. Cyr. 1, 3, 8, der es Hipparch. 4, 1 auch neutral im Ggstz von [[πεζοπορέω]] für reiten braucht. – Häufiger pass. mit fut. med., getragen werden, sich tragen lassen, κύμασιν, Od. 5, 54, νηυσὶν ὀχήσονται, sie werden von den Schiffen getragen werden, Il. 24, 731; ἵπποισιν ὀχεῖτο, H. h. Ven. 218; auch οἱ δ' (ἵπποι) ἀλεγεινοὶ ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ' ὀχέεσθαι, u. sich von ihnen fahren zu lassen, schwer vor dem Wagen zu lenken, wobei man nicht an Reiten zu denken hat, Il. 10, 403; Ar. Ran. 25 (s. activ); ἐπὶ τῆς ἁμάξης, fahren, Plut. 1013; u. in Prosa, bes. vom Reiten u. Fahren, ὀχεῖσθαι ἐφ' ἁμάξης, Her. 1, 31, fahren, wie ἐν ἁρμαμάξῃ, Xen. Cyr. 7, 3, 4, ἐπὶ τῶν ἵππων, reiten, 4, 5, 58; ἵππῳ, Plut. Oth. 6; ἐπ' ἀστράβης ὀχηθείς, Luc. Lexiph. 2; ἐπ' ἀγκύρας ὀχεῖσθαι, vor Anker gehen, u. dah. übertr., ἐπὶ λεπτῆς ἐλπίδος, Ar. Equ. 1241, von einem schwachen Hoffnungsanker gehalten werden; ἐπὶ θατέρου σκέλους ὀχοῦνται τὸ [[σῶμα]], Plut. sol. an. 10 g. E. – Arat. braucht ὀχεῖσθαι = ὀχεύεσθαι.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ὤχουν]], <i>f.</i> ὀχήσω, <i>ao.</i> [[ὤχησα]];<br /><b>I.</b> (voiturer);<br /><b>1</b> voiturer, porter, acc.;<br /><b>2</b> diriger un animal attelé;<br /><b>II.</b> (tenir);<br /><b>1</b> tenir dans ses mains, acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tenir, maintenir, accomplir : φρουράν ESCHL faire bonne garde;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> supporter, souffrir (un malheur, un sort pénible, <i>etc.</i>) acc.;<br /><i><b>Pass.-Moy.</b></i> [[ὀχέομαι]], [[ὀχοῦμαι]];<br /><b>1</b> se faire porter <i>ou</i> être porté : κύμασιν OD par les flots ; νηυσίν IL sur des navires ; ἐφ’ ἁμάξης HDT ; [[ἐν]] ἁρμαμάξῃ XÉN être voituré sur un chariot, se faire transporter en voiture;<br /><b>2</b> se tenir : ἐπὶ [[θἀτέρου]] ποδός PLUT sur un seul pied.<br />'''Étymologie:''' [[ὄχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχέω''': παρατ. ὤχουν Εὐρ. Ἑλ. 277, Ἰων. [[ὀχέεσκον]] Ὅμ.: μέλλ. ὀχήσω Αἰσχύλ., Εὐρ.: ἀόρ. ὤχησα Καλλ. εἰς Δία 23. - Μέσ. καὶ Παθ., παρατ. ὠχέετο Ἡρόδ., -εῖτο Ξεν.: μέλλ. ὀχήσομαι Ἰλ.· Ἐπικ. ἀόρ. ὀχήσατο Ὀδ.· [[ὡσαύτως]] ἀόρ. ὀχηθῆναι Ἱππ. 4. 250 Littré, Λουκ.· - παρὰ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ὁ Ὅμ. [[οὐδέποτε]] ποιεῖται χρῆσιν τῆς αὐξήσεως· [ἡ πρώτη συλλαβὴ ἐκτείνεται παρὰ τῷ Πινδ. Ο. 2. 121, Λυκόφρ. 64, 1049, [[ἔνθα]] φέρεται [[ὀγχέω]], ἴδε [[ὄφις]] ἐν τέλ.]. (Ἐκ τοῦ [[ὄχος]]). Θαμιστικὸν τοῦ ἔχω, ὡς τὸ [[φορέω]] τοῦ [[φέρω]] (ἔχειν τε καὶ ὀχεῖν Πλάτ. Κρατ. 400Α), κρατῶ, [[κατέχω]] στερεῶς, [[ὑποστηρίζω]], ἄγκυρα δ’ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]], ἴδε Dind. Εὐρ. Ἑλ. 277. β) [[φέρω]], [[ὑπομένω]], ἀνέχομαι, ὀχέοντας ὀϊζὺν Ὀδ. Η. 211· κακὸν [[μόρον]]..., ὅνπερ ἐγὼν [[ὀχέεσκον]] Λ. 619· ἄτην ὀχέων Φ. 301· ἀπροσόρατον ὀγχέοντι πόνον Πινδ. Ο. 2. 121· [[ἄχθος]] ὀχ. Ἱππ. Ἀγμ. 758· τἀγαθὰ μή... ὀχ. εὐπόρως, φέρειν τὴν εὐτυχίαν οὐχὶ μετὰ μετριότητος, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 55. 47. γ) ἐξακολοῦθῶ, συνεχῶς [[πράττω]] τι, νηπιάας ὀχέειν, τὰ τῶν νέων φρονεῖν, νηπιοφροσύνας ἔχειν, τουτέστιν ἄφρονα [[εἶναι]] ὡς τὸ ἔχειν, ἄγειν Ὀδ. Α. 297· φρουρὰν ἄζηλον ὀχήσω, «οἴκησιν κακήν, ἣν οὐδεὶς ζηλώσει, φυλάξω» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 143. 2) [[φέρω]], κρατῶ, χερσὶ λύρην Θέογν. 533· τινα Εὐρ. Ὀρ. 802· φιάλην Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 8· ἐπὶ ποδῶν, [[φέρω]] τὸ [[σῶμα]], [[βαστάζω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819. 3) ὀχεῖσθαι ποιῶ, αὐτὸς [[βαδίζω]].., τοῦτον δ’ ὀχῶ τοῦτον δὲ (δηλ. τὸν θεράποντα Ξανθίαν) τὸν ἔχω καὶ κάθηται ἐπὶ τοῦ ὄνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 23· οὕτω [[καθόλου]], ἀφίνω τοὺς ἄνδρας τὰ ἱππεύσωσι, Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 1 ΙΙ. πολλῷ συχνότερον ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. τύπῳ, ὀχήσατο κύμασιν [[Ἑρμῆς]], «ἐπωχήσατο, ἐπέδραμεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ε. 54· νηυσὶν ὀχήσονται, θέλουσιν ἀπαχθῆ διὰ τῶν πλοίων, Ἰλ. Ω. 731· ἵπποισιν ὀχεῖτο Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 218· [[οὕτως]], ἐφ’ ἁμάξης ὀχεῖσθαι Ἡρόδ. 1. 31, Ἀριστοφ. Πλ. 1013· ἐφ’ ἵππων Ξεν. Κύρ. 4. 5, 58· ἐφ’ ἅρματος Πλάτ. Λῦσ. 208Α· ἐν ἁρμαμάξῃ Ξεν. Κύρ. 7. 3, 4· δελφῖνος περὶ νώτοις Ὀππ. Ἁλ. 5. 449· ἐπὶ θατέρους σκέλους ὀχεῖσθαι τὸ [[σῶμα]] Πλούτ. 2. 967C. 2) ἀπολ. ([[ἄνευ]] τῆς δοτ. ἵππῳ, νηί, κλ.), ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. vehi (ἐξυπακ. τοῦ equo, curru, navi), ὀχοῦμαι, [[ἱππεύω]], [[πλέω]], κτλ., [ἵπποι] ἀλεγεινοὶ ... ὀχέεσθαι, δύσκολοι εἰς μεταχείρισιν ἐν ἅρματι, Ἰλ. Κ. 403., Ρ. 77, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 25, Δημ. 570. 5· ἐπὶ ἐξηρθρωμένου ὀστοῦ [[ὅπερ]] ὀχεῖται ἐπὶ τῆς περιφερείας τοῦ ἑτέρου ἐντὶ να μένῃ ἐντὸς τῆς κοτύλης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 818. 3) ἐπὶ πλοίου, βαστάζομαι ὑπὸ τῆς ἀγκύρας, μεταφορ., λεπτή τις [[ἐλπίς]] ἐστ’ ἐφ’ ἧς ὀχούμεθα, [[εἶναι]] [[μόλις]] μικρά τις [[ἐλπίς]], ἥτις μᾶς βαστάζει, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1244· ἐπὶ λεπτῶν ἐλπίδων ὠχεῖσθ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσμ. 198. 11, πρβλ Πλάτ. Νόμ. 699Β· [[οὕτως]], ἐπ’ ἀσθενοῦς ῥώμης Εὐρ. Ὀρ. 69, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Πόρσ.· ἐπὶ τούτου τοῦ λόγου, [[ὥσπερ]] ἐπὶ σχεδίας Πλάτ. Φαίδων 85D· - ἐπὶ τῆς Δήλου, οὗ [[νᾶσος]] ὀχεῖται, ἐπιπλέει, Χρησμ. παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 19· πρβλ. [[ὁρμέω]]. ΙΙΙ. ὁ Ἄρατ. 1070 χρῆται τῇ λέξει μετὰ τῆς σημασίας τοῦ ὀχεύομαι.
|lstext='''ὀχέω''': παρατ. ὤχουν Εὐρ. Ἑλ. 277, Ἰων. [[ὀχέεσκον]] Ὅμ.: μέλλ. ὀχήσω Αἰσχύλ., Εὐρ.: ἀόρ. ὤχησα Καλλ. εἰς Δία 23. - Μέσ. καὶ Παθ., παρατ. ὠχέετο Ἡρόδ., -εῖτο Ξεν.: μέλλ. ὀχήσομαι Ἰλ.· Ἐπικ. ἀόρ. ὀχήσατο Ὀδ.· [[ὡσαύτως]] ἀόρ. ὀχηθῆναι Ἱππ. 4. 250 Littré, Λουκ.· - παρὰ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ὁ Ὅμ. [[οὐδέποτε]] ποιεῖται χρῆσιν τῆς αὐξήσεως· [ἡ πρώτη συλλαβὴ ἐκτείνεται παρὰ τῷ Πινδ. Ο. 2. 121, Λυκόφρ. 64, 1049, [[ἔνθα]] φέρεται [[ὀγχέω]], ἴδε [[ὄφις]] ἐν τέλ.]. (Ἐκ τοῦ [[ὄχος]]). Θαμιστικὸν τοῦ ἔχω, ὡς τὸ [[φορέω]] τοῦ [[φέρω]] (ἔχειν τε καὶ ὀχεῖν Πλάτ. Κρατ. 400Α), κρατῶ, [[κατέχω]] στερεῶς, [[ὑποστηρίζω]], ἄγκυρα δ’ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]], ἴδε Dind. Εὐρ. Ἑλ. 277. β) [[φέρω]], [[ὑπομένω]], ἀνέχομαι, ὀχέοντας ὀϊζὺν Ὀδ. Η. 211· κακὸν [[μόρον]]..., ὅνπερ ἐγὼν [[ὀχέεσκον]] Λ. 619· ἄτην ὀχέων Φ. 301· ἀπροσόρατον ὀγχέοντι πόνον Πινδ. Ο. 2. 121· [[ἄχθος]] ὀχ. Ἱππ. Ἀγμ. 758· τἀγαθὰ μή... ὀχ. εὐπόρως, φέρειν τὴν εὐτυχίαν οὐχὶ μετὰ μετριότητος, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 55. 47. γ) ἐξακολοῦθῶ, συνεχῶς [[πράττω]] τι, νηπιάας ὀχέειν, τὰ τῶν νέων φρονεῖν, νηπιοφροσύνας ἔχειν, τουτέστιν ἄφρονα [[εἶναι]] ὡς τὸ ἔχειν, ἄγειν Ὀδ. Α. 297· φρουρὰν ἄζηλον ὀχήσω, «οἴκησιν κακήν, ἣν οὐδεὶς ζηλώσει, φυλάξω» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 143. 2) [[φέρω]], κρατῶ, χερσὶ λύρην Θέογν. 533· τινα Εὐρ. Ὀρ. 802· φιάλην Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 8· ἐπὶ ποδῶν, [[φέρω]] τὸ [[σῶμα]], [[βαστάζω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819. 3) ὀχεῖσθαι ποιῶ, αὐτὸς [[βαδίζω]].., τοῦτον δ’ ὀχῶ τοῦτον δὲ (δηλ. τὸν θεράποντα Ξανθίαν) τὸν ἔχω καὶ κάθηται ἐπὶ τοῦ ὄνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 23· οὕτω [[καθόλου]], ἀφίνω τοὺς ἄνδρας τὰ ἱππεύσωσι, Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 1 ΙΙ. πολλῷ συχνότερον ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. τύπῳ, ὀχήσατο κύμασιν [[Ἑρμῆς]], «ἐπωχήσατο, ἐπέδραμεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ε. 54· νηυσὶν ὀχήσονται, θέλουσιν ἀπαχθῆ διὰ τῶν πλοίων, Ἰλ. Ω. 731· ἵπποισιν ὀχεῖτο Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 218· [[οὕτως]], ἐφ’ ἁμάξης ὀχεῖσθαι Ἡρόδ. 1. 31, Ἀριστοφ. Πλ. 1013· ἐφ’ ἵππων Ξεν. Κύρ. 4. 5, 58· ἐφ’ ἅρματος Πλάτ. Λῦσ. 208Α· ἐν ἁρμαμάξῃ Ξεν. Κύρ. 7. 3, 4· δελφῖνος περὶ νώτοις Ὀππ. Ἁλ. 5. 449· ἐπὶ θατέρους σκέλους ὀχεῖσθαι τὸ [[σῶμα]] Πλούτ. 2. 967C. 2) ἀπολ. ([[ἄνευ]] τῆς δοτ. ἵππῳ, νηί, κλ.), ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. vehi (ἐξυπακ. τοῦ equo, curru, navi), ὀχοῦμαι, [[ἱππεύω]], [[πλέω]], κτλ., [ἵπποι] ἀλεγεινοὶ ... ὀχέεσθαι, δύσκολοι εἰς μεταχείρισιν ἐν ἅρματι, Ἰλ. Κ. 403., Ρ. 77, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 25, Δημ. 570. 5· ἐπὶ ἐξηρθρωμένου ὀστοῦ [[ὅπερ]] ὀχεῖται ἐπὶ τῆς περιφερείας τοῦ ἑτέρου ἐντὶ να μένῃ ἐντὸς τῆς κοτύλης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 818. 3) ἐπὶ πλοίου, βαστάζομαι ὑπὸ τῆς ἀγκύρας, μεταφορ., λεπτή τις [[ἐλπίς]] ἐστ’ ἐφ’ ἧς ὀχούμεθα, [[εἶναι]] [[μόλις]] μικρά τις [[ἐλπίς]], ἥτις μᾶς βαστάζει, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1244· ἐπὶ λεπτῶν ἐλπίδων ὠχεῖσθ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσμ. 198. 11, πρβλ Πλάτ. Νόμ. 699Β· [[οὕτως]], ἐπ’ ἀσθενοῦς ῥώμης Εὐρ. Ὀρ. 69, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Πόρσ.· ἐπὶ τούτου τοῦ λόγου, [[ὥσπερ]] ἐπὶ σχεδίας Πλάτ. Φαίδων 85D· - ἐπὶ τῆς Δήλου, οὗ [[νᾶσος]] ὀχεῖται, ἐπιπλέει, Χρησμ. παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 19· πρβλ. [[ὁρμέω]]. ΙΙΙ. ὁ Ἄρατ. 1070 χρῆται τῇ λέξει μετὰ τῆς σημασίας τοῦ ὀχεύομαι.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ὤχουν]], <i>f.</i> ὀχήσω, <i>ao.</i> [[ὤχησα]];<br /><b>I.</b> (voiturer);<br /><b>1</b> voiturer, porter, acc.;<br /><b>2</b> diriger un animal attelé;<br /><b>II.</b> (tenir);<br /><b>1</b> tenir dans ses mains, acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> tenir, maintenir, accomplir : φρουράν ESCHL faire bonne garde;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> supporter, souffrir (un malheur, un sort pénible, <i>etc.</i>) acc.;<br /><i><b>Pass.-Moy.</b></i> [[ὀχέομαι]], [[ὀχοῦμαι]];<br /><b>1</b> se faire porter <i>ou</i> être porté : κύμασιν OD par les flots ; νηυσίν IL sur des navires ; ἐφ’ ἁμάξης HDT ; [[ἐν]] ἁρμαμάξῃ XÉN être voituré sur un chariot, se faire transporter en voiture;<br /><b>2</b> se tenir : ἐπὶ [[θἀτέρου]] ποδός PLUT sur un seul pied.<br />'''Étymologie:''' [[ὄχος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth